Έλα να ξανασυστηθούμε, λοιπόν, γιατί κάτι δεν έχεις καταλάβει καλά, μου φαίνεται.
Εγώ είμαι εκείνη που άφηνε τον χρόνο να περνά κι έμενε σιωπηλή περιμένοντας να φανείς.
Είμαι κι εκείνη,που κάθε τόσο την λύγιζε η σιωπή και σου ζητιάνευε μια λέξη.
Εκείνη, που κρεμόταν για μέρες πάνω από ένα κινητό που ποτέ δε χτύπησε.
Εκείνη, που όποτε τη θυμόσουν, ήταν δίπλα σου κι όποτε την ξεχνούσες, έμενε μόνη.
Είμαι εκείνη, που σ’ ερωτεύτηκε, όσο δεν είχες φανταστεί πως θα μπορούσαν ποτέ να σ’ ερωτευτούν.
Εκείνη, που πέταξε από πάνω της κάθε ίχνος εγωισμού και “φόρεσε” εσένα.
Ναι, είμαι εκείνη, μα είμαι και αυτή: αυτή που ξυπνάει ένα πρωί και συνειδητοποιεί πως δεν έχει άλλες δικαιολογίες, για να παρηγορηθεί και να σε δικαιολογήσει.
Που καταλαβαίνει πως η απουσία σου, είναι επιλογή και η σιωπή σου κούφια· τίποτα δεν κρύβεται πίσω της.
Είμαι αυτή, που κουράστηκε να σε περιμένει και να μην έρχεσαι.
Αυτή που μπορεί τώρα πια να σου θυμώνει και να σου αρνείται.
Αυτή που τίποτα δε σου ζητάει και τίποτα δε δέχεται από σένα.
Είμαι αυτή, που όσο απόλυτη είναι η παρουσία της, το ίδιο απόλυτο είναι και το φευγιό της.
Αυτή, που πάνω στα χαλάσματά της, θα ξαναχτίσει· όσες φορές κι αν χρειαστεί.
Είμαι αυτή, που θα αρνείται πάντα και με πείσμα, να παζαρεύει τον έρωτα για ένα κρεβάτι, για μια νύχτα.
Είμαι εκείνη και είμαι κι αυτή. Και ήμουν για σένα. Είμαι εκείνη και είμαι κι αυτή. Και δεν είσαι για μένα.
Γράφει η Δήμητρα Γιαννοπούλου