Τη νύχτα της Τρίτης 28 Φεβρουαρίου δύο τρένα, ένα εμπορικό και ένα επιβατικό, βρέθηκαν να κινούνται στην ίδια γραμμή στα Τέμπη. Το αποτέλεσμα ήταν η σφοδρή σύγκρουση και η πολύνεκρη τραγωδία με τουλάχιστον 40 νεκρούς.
Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που δύο τρένα βρέθηκαν να κινούνται στην ίδια γραμμή με ταχύτητα σε αντίθετες κατευθύνσεις.
Μια αντίστοιχη σύγκρουση είχε συμβεί τον Ιανουάριο του 1972, με τραγικό απολογισμό 19 νεκρούς και 44 τραυματίες. Ήταν το “σιδηροδρομικό δυστύχημα του Δοξαρά”, όπως έμεινε γνωστό και μία από τις μεγαλύτερες σιδηροδρομικές τραγωδίες στην Ελλάδα.
Πώς έγινε η τραγωδία στον Δοξαρά
Το απόγευμα της Κυριακής 16 Ιανουαρίου 1972 δύο τρένα, η αμαξοστοιχία “Ακρόπολις Εξπρές” πραγματοποιούσε το δρομολόγιο Μόναχο-Αθήνα. Μία άλλη αμαξοστοιχία κατευθύνονταν αργά από την Αθήνα προς τη Θεσσαλονίκη, πραγματοποιώντας πολλές στάσεις, επειδή μετέφερε αλληλογραφία. Τότε γινόταν αυτό. Τα δύο αυτά τρένα βρέθηκαν να κινούνται προς αντίθετες κατευθύνσεις επί της μονής, τότε, γραμμής Αθηνών-Θεσσαλονίκης στο τμήμα μεταξύ Ορφανών Καρδίτσας και Δοξαρά Λάρισας.
Όπως έγινε γνωστό, οι σταθμάρχες σε Ορφανά και Δοξαρά δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν για το ποια από τις δύο αμαξοστοιχίες θα είχε προτεραιότητα, με αποτέλεσμα οι δύο αμαξοστοιχίες να διέλθουν ταυτόχρονα από τους δύο σταθμούς, σε πορεία βέβαιης σύγκρουσης.
“Τα δύο τρένα του θανάτου συγκρούστηκαν έξω από τη Λάρισα, στη θέση Δοξαρά, στα νότια της πόλεως”, μετέδιδαν την επομένη, Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 1972, Τα Νέα. “Αίτια της συγκρούσεως, που συνοδεύτηκε από έκρηξη και πυρκαγιά: Ένας από τους σταθμάρχες Δοξαρά και Ορφανών έδωσε εσφαλμένο σήμα εκκινήσεως. Έτσι οι δύο αμαξοστοιχίες ρίχτηκαν η μία στην άλλη και ακολούθησε μια αληθινή κόλαση θανάτου και τρόμου”. Σύμφωνα με Τα Νέα, επί τόπου σκοτώθηκαν “οι τρεις μηχανοδηγοί, ο θερμαστής και 14 επιβάτες της κοινής αμαξοστοιχίας (σσ, της πόστας)”, ενώ δεν υπήρξε νεκρός από την αμαξοστοιχία Ακρόπολις Εξπρές. “Το έργο της διασώσεως των κινδυνευόντων και της περιθάλψεως των τραυματιών ήταν τρομερά δύσκολο, λόγω των άθλιων καιρικών συνθηκών και της νύχτας που δεν άργησε να επέλθει. Χιόνι, αέρας, παγωνιά, σκοτάδι και απερίγραπτη σύγχυση.” Οι φλόγες από την φωτιά που προκάλεσε η σύγκρουση “φαίνονταν από πέντε χιλιόμετρα μακριά” δίνοντας την εικόνα “ηφαιστείου που μόλις έχει εκραγεί”, έγραφε η εφημερίδα.
Εναντίων των δύο σταθμαρχών και του ρυθμιστή κίνησης ασκήθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονίες από αμέλεια και διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών. Στη δίκη σε πρώτο βαθμό, που έγινε τον Νοέμβριο του 1972 στην Καρδίτσα, καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από 3 έως 5 έτη. Οι ποινές δεν είχαν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Τον Ιανουάριο του 1973 στο εφετείο στη Λάρισα, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5 ετών ο σταθμάρχης των Ορφανών ενώ οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Σύμφωνα με το sansimera.gr, η αυλαία έπεσε με τις αγωγές αποζημίωσης κατά του ΟΣΕ. Από την πλευρά της η κυβέρνηση της χούντας, θορυβημένη ανακοίνωσε δια του αντιπροέδρου Στυλιανού Παττακού τον εξοπλισμό των τρένων με ραδιοτηλέφωνα.