Με λένε-ας πούμε- Γιάννη και αποφάσισα να γράψω την ιστορία μου. Μου είναι πολύ δύσκολο αλλά θέλω να πω σε όλους, ότι τίποτα άλλο δεν έχει σημασία στη ζωή από την οικογένεια.
Είχα ένα από τα μεγαλύτερα νυχτερινά μαγαζιά της Αθήνας, σίγουρα όλοι έχετε περάσει από αυτό. Όπως πέρασαν και μεγάλα ονόματα και πολλά λεφτά και άπειρες γυναίκες.
Ποτέ δεν πίστευα πως θα ερωτευόμουν και θα έκανα οικογένεια, νόμιζα πως μια ζωή θα γύρναγα, δεν ήμουν σταθερός σε ένα σημείο για καιρό, βαριόμουν εύκολα.
Ώσπου γνώρισα τη γυναίκα μου και άλλαξα γνώμη.
Δυστυχώς όμως δεν άλλαξα δουλειά.
Η γυναίκα μου εργαζόταν σε ένα μίνι μάρκετ δίπλα από το σπίτι μου. Πήγαινα κάθε απόγευμα και έπαιρνα την εφημερίδα μου.
Τόσο απλά. Δεν ήταν ούτε τραγουδίστρια, ούτε λουλουδού, ούτε έκανε άλλο επάγγελμα σχετικό με το δικό μου.
Την έλεγαν Ζωή. Ήταν ενας απλός άνθρωπος και αυτό με κέρδισε. Το πόση σημασία δεν έδινε στα χρήματα.
Μαζί της έμαθα τις εξορμήσεις στη φύση, το κάμπινγκ, το ψάρεμα και το πώς είναι η μέρα και το να έχεις χρόνο για τον εαυτό σου. Είχα χρόνια να απολαύσω τη μέρα, πάντα έτρεχα, πάντα ξυπνούσα απόγευμα τα τελευταία δέκα χρόνια τουλάχιστον. Η Ζωή με έμαθε να ζω για μένα και όχι για τα χρήματα και πολύ σύντομα τη ζήτησα σε γάμο. Το ίδιο σύντομα κάναμε και την κόρη μας και ήμουν ευτυχισμένος.
Η Ζωή σταμάτησε τη δουλειά για να φροντίζει το παιδί και γιατί δεν χρειαζόταν να δουλεύει πια. Το παράπονό της όμως ηταν το μαγαζί. Δεν ήθελε τώρα που είχα γίνει πατέρας να δουλεύω νύχτα και ειχε δίκιο. ‘Ομως δεν γινόταν να αφήσω τον κόπο τόσων χρόνων, τον κόπο του πατέρα μου, μέσα σε μια νύχτα. Έπρεπε να βρω αγοραστή, να κανονίσω τα τελευταία διαδικαστικά, να βρω τί θα κάνω με τη ζωή μου μετά.
Αρχίσαμε να μαλώνουμε, κάποια βράδια λόγω καυγάδων κοιμόμουν στο μαγαζί και εκείνη ερχόταν με όλη της την αγάπη και μαζί με το μωρό, με σήκωνε από τον καναπέ που είχα στο γραφειάκι του μαγαζιού και με γύριζε στο σπίτι μας. Ένα τέτοιο βράδυ έγινε και το κακό.
Το απόγευμα εκείνης της μέρας, είχα φύγει από το σπιτι και ειχαμε λογοφέρει για το ίδιο θέμα. Επειδή εκείνη ειδικά τη νύχτα είχαμε πρεμιέρα, ο κόσμος αργησε να φύγει, ίσως να ήταν και η καλύτερή μας νύχτα, πίτα το μαγαζί, άφθονο ποτό, άφθονο χρήμα.
Εκείνη τη νύχτα ήρθε κάποιος με τον οποιο διαπραγματευόμασταν το μαγαζί και δώσαμε τα χέρια να το πάρει και να κοιτάξω κι εγώ την οικογένειά μου.
Ξαφνικά κατά τις 4 το πρωί, εμφανίζεται η Ζωή με το μωρό. Της συστήνω τον νέο αγοραστή του μαγαζιού με χαρά και εκείνη κατεβάζει τα μούτρα και μου λέει ότι έτσι λέω κάθε φορά και την κοροιδεύω. Γινεται πάλι καυγάς, εκείνη ζητάει να γυρίσω σπίτι, εγώ αρνούμαι και πρώτη φορά φεύγει χωρίς εμένα.
Εκείνη η πρώτη φορά, ήταν η τελευταία που την είδα.
Στην επιστροφή, έπεσε πάνω τους πελάτης του μαγαζιού, τύφλα στο μεθύσι και τους σκότωσε ακαριαία.
Ήρθαν στο μαγαζί δύο αστυνομικοί, νόμιζα ήταν για έλεγχο.
Μου ειπαν να πάμε μαζί στο νοσοκομείο, ότι κάτι έπαθε η γυναίκα μου και το παιδί μου.
Μόλις πριν μια ωρα μιλούσαμε, την άγγιζα, έβλεπα τα μάτια της και το κεφαλάκι του μωρού μας και τώρα τους αναγνώριζα παγωμενους στο νεκροτομείο.
Επαθα νευρικό κλονισμό. Νοσηλεύτηκα στο ψυχιατρειο για μήνες. Το μαγαζί ούτε να το ξαναδώ.
Το προσωπικό, τους τραγουδιστές, ακομα και τους φίλους μου, κανέναν δεν ήθελα να δω. Και δεν τους ξαναείδα.
Δε πήγα ποτέ στο νεκροταφειο, αρνούμαι να τους δω στο μάρμαρο.
Πούλησα το σπίτι και πήγα να μείνω μόνιμα στο μέρος που πηγαίναμε εκδρομές, εκεί που η Ζωή μου άλλαξε τη ζωή.
Αγόρασα ένα μικρό οικόπεδο, έβαλα μεσα ένα λυόμενο, έφτιαξα ένα κήπο και άλλαξα αριθμό.
Έχω δύο χρόνια τώρα που μένω εδώ μόνος μακριά από όλους.
Μόνο μακριά από τα λαθη μου δεν μπορώ να μείνω.
Τα λεφτά, οι δουλειές, οι υποχρεώσεις δεν τελειώνουν.
Οι στιγμές με τους ανθρώπους μας, η ευτυχία, η οικογένεια, τελειώνουν.
Εκεί να δίνετε το βάρος, εκεί να είστε.
Εγώ δεν ήμουν και το πλήρωσα ακριβά. Αν εκείνο το βράδυ η Ζωή δεν έφευγε μόνη της με το μωρό μας, δεν θα σκοτωνόταν.
Ή θα σκοτωνόμασταν όλοι και θα ‘μουν μαζί τους κι εγώ, δε θα με τυρρανούσαν οι ενοχές και η θύμησή τους.
Μη χαλάτα τα σπίτια σας, είναι ό,τι πιο σημαντικό έχετε.
Το κατάλαβα τώρα που δεν έχω πια.
Γιάννης