Οι δραματικές εξελίξεις γύρω από το πρόσωπο του Δημήτρη Λιγνάδη παραπέμπουν σε αρχαία τραγωδία, καθώς ο γνωστός σκηνοθέτης και ηθοποιός, από το προσκήνιο της πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής, βρίσκεται πλέον κρατούμενος, ενώπιον της Δικαιοσύνης, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για σοβαρά εγκλήματα
Για έναν άνθρωπο που μόλις πριν από λίγους μήνες φιλούσε μια μικρογραφία του Παρθενώνα, παρασυρμένος από τη δύναμη μιας επιτυχίας που του επέτρεπε να το πράξει μπροστά σε ένα κοινό που τον χειροκροτούσε επί ώρα όρθιο και τώρα έρχεται αντιμέτωπος με ανήκουστες κατηγορίες και τον διασυρμό, το σκηνικό μοιάζει με το απόλυτο δράμα, σαν αυτό του Σαιξπηρικού ήρωα ή ενός αρχαίου, μεγαλοπρεπούς τυράννου. Καμία σημασία δεν φαίνονται ως εκ τούτου να έχουν η αλήθεια ή το ψέμα, όταν όλα αυτά μπερδεύονται με την ίδια δριμύτητα και όταν όλα οδηγούν από την άνοδο στην πτώση, τόσο ηχηρή και τόσο απότομη που κάνουν οποιαδήποτε θεατρική σκηνή να μοιάζει με τραγέλαφο. Και όλοι επιμένουν να παρακολουθούν, σαν θεατές σε ένα ρωμαικό θέαμα όπου ο χριστιανός ξεσκίζεται από τα λοντάρια, αν τελικό το θύμα ήταν πραγματικά θύτης, υπαίτιος ενός άλλου άρρωστου θεάματος που αναπαρήγαγε τη βία με παραπάνω βία. Ή μήπως όχι;
Μάταια η ίδια επέμενε ότι δεν έχει στα χέρια της καμία επίσημη καταγγελία και άρα δεν της επιτρεπόταν να προβεί σε κανενός είδους εξοστρακισμό: οι περιπτώσεις που αναφέρονταν αλλά δεν είχαν καταγγελθεί στο Υπουργείο ήταν τόσο σοβαρές που ζητούσαν κάθαρση, πέρα από το γράμμα του νόμου. Μια ομάδα δημοσιογράφων, ηθοποιών, ακόμα και παραγόντων του θεάτρου-με πρώτο το όνομα του καταξιωμένου σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά ο οποίος έσυρε τον ‘χορό’-απέδιδαν στον Λιγνάδη για αδικήματα, τα οποία, όπως ισχυρίζονταν, άγγιζαν τα όρια του εγκλήματος και ήταν γνωστά από χρόνια. Ακολουθώντας, δηλαδή, την περίπτωση του Γιώργου Κιμούλη, ο οποίος για πολύ μικρότερης σοβαρότητος καταγγελίες, παύθηκε από το Φεστιβάλ Αθηνών, ζητούσαν την απομάκρυνση του Λιγνάδη, από το τιμόνι του Εθνικού. Ο ίδιος, βέβαια, επέμενε ότι τίποτα από όλα αυτά δεν ευσταθεί, ότι πρόκειται για φήμες έως ότου ακολούθησε η ανάρτηση της δημοσιογράφου Έλενας Ακρίτα η οποία επέμενε πως στο Υπουργείο υπάρχουν καταγγελίες και πως είναι μάλιστα σοβαρές.
Υπό το βάρος των απανωτών αντιδράσεων και ύστερα από τις πιέσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, ο Δημήτρης Λιγνάδης, αποφάσισε να υποβάλει την παραίτησή του με επιστολή αφήνοντας ταυτόχρονα να εννοηθεί ότι επιφυλάσσεται του νομίμου δικαιώματος του: «Παρά την ύψιστη τιμή που αποτελεί για μένα να υπηρετώ το πρώτο θέατρο της χώρας μας, η αγάπη και η αφοσίωσή μου προς το ίδιο το Εθνικό Θέατρο μου υπαγορεύει να υποβάλω σήμερα την παραίτησή μου. Το τελευταίο διάστημα έχουμε γίνει όλοι μάρτυρες ενός τοξικού κλίματος φημών, υπονοούμενων, διαρροών και αναφορών γύρω από το πρόσωπό μου, χωρίς μάλιστα να έχει υπάρξει οποιαδήποτε επίσημη καταγγελία. Γεγονός που θα μου επέτρεπε το ελάχιστο προβλεπόμενο από ένα Κράτος Δικαίου, δηλαδή να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Αντιπαρερχόμενος τις ερμηνείες που θα γεννήσει η κίνησή μου αυτή, οφείλω να βάλω το καλό του Εθνικού Θεάτρου πάνω απ’ όλα, και να προστατεύσω τον θεσμό από μία ατέρμονη επικοινωνιακή και πολιτική διελκυστίνδα. Αφού οι επιθέσεις, έστω κι έτσι, είναι προσωπικές, επιλέγω να σταθώ κι εγώ όρθιος απέναντί τους ως πρόσωπο και όχι να κρυφτώ στη κουίντα του Εθνικού Θεάτρου. Επιπλέον, η παραίτησή μου αυτή, μού επιτρέπει να προχωρήσω χωρίς να δεσμεύω ή να δεσμεύομαι πλέον θεσμικά και να ασκήσω κάθε νόμιμο δικαίωμά μου έναντι όσων επέλεξαν να με στοχοποιήσουν, εξυπηρετώντας την οποιαδήποτε σκοπιμότητα. Σας ευχαριστώ από καρδιάς για τη συνεργασία».
Οι Βάκχες σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη στη Σαλαμίνα.
Ίσως αυτό να ήταν το ριζικό ενός ανδρός, ο οποίος ακούει ακόμα να αντηχούν στα αυτιά του οι φωνές από το παρελθόν και βλέπει τον άγραφο νόμο της δίκης να υψώνεται απειλητικά πάνω από τη θνητή του φύση. Ίσως πάλι να είναι ο κύκλος της κατάρας, όπως εκείνος των Ατρειδών, που επανέρχεται πάνω από τον οίκο Λιγνάδη συμπαρασύροντας ταυτόχρονα τα δυο αδέλφια Δημήτρη και Γιάννη στον φαύλο κύκλο της κοινής τους μοίρας. Γιατί το σίγουρο είναι ότι ο παράξενος νόμος της πατριαρχίας που κρύβει οικογενειακά μυστικά και αρκετή βία, δεν έχει ποτέ στα χρονικά καλή κατάληξη. Μαθημένοι και οι δυο -Γιάννης και Δημήτρης– σε μια άκρως μυθιστορηματική πραγματικότητα δύσκολα μπορούσαν να ξεχωρίσουν που αρχίζαν τα πρέπει και που σταματούσε η νομιμότητα: ο πατέρας ευλογούσε πάντα την ανοιχτή σεξουαλικότητα φροντίζοντας να φέρνει τις ερωμένες στην ίδια στέγη με τους καυγάδες ανάμεσα στους γονείς να είναι καθημερινό ψωμί αλλά και την ελευθεροφροσύνη στον έρωτα να υψώνεται από νωρίς ως βασικό αιτούμενο.
Από τον Σάκη Ρουβά στο Εθνικό ΘέατροΆλλωστε ήταν από τους μόνους που κατάφερε να συνδυάσει μοναδικά την υψηλή τέχνη με την ποπ κουλτούρα δένοντας τις πιο αντιφατικές στιγμές στο ίδιο παράξενο μείγμα: δεν φοβήθηκε έτσι να μετατρέψει τον Σάκη Ρουβά σε ένα ιδιόμορφο Διόνυσο με λευκό σλιπ και παράξενο μακιγιάζ παραπέμποντας σε ιδανικούς εφήβους από το Πλατωνικό Συμπόσιο ή να μπλέξει τον Μότσαρτ, τον Σαλιέρι και τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη σε μια παράσταση που μόνο ο ίδιος μπορούσε να φανταστεί τον αντικειμενικό σκοπό της. Την ίδια στιγμή όμως αντιλαμβανόταν με απόλυτη ακρίβεια τις εμμονές του Ίψεν στο “Πέερ Γκιντ”-το διάσημο έργο του Στρίντμπεργκ, του κατεξοχήν μοναχικού μισάνθρωπου που κρατούσε αποστάσεις από το σύμπαν-ή αντιλαμβανόταν με ενάργεια τις αντιφατικές αποχρώσεις της “Δεσποινίδος Τζούλια” με δυο υπέροχες Βίκυ Βολιώτη και Μαρία Πρωτόπαπα.
Για τον Λιγνάδη η τελευταία σελέμπριτι μπορούσε να ανασάνει τον ίδιο αέρα με τον πιο διακεκριμένο άνθρωπο του θεάτρου, όπως αντίστοιχα ο ίδιος μπορούσε να συνδυάζει ή να αυτοσυστήνεται με την ταυτότητα του δημιουργού, του σκηνοθέτη και του γοητευτικού “αλήτη”. Από τις βόλτες εξάλλου στα καταγώγια του Μεταξουργίου- το οποίο αγαπούσε γιατί εκεί μπορούσε να αφουγκράζεται καλύτερα την πόλη-μπορούσες να τον δεις να καταλήγει στις σκοτεινιές γωνιές ξέφρενων πάρτι: στο μυαλό του όλα αυτά είχαν ως βάση μια και μόνο ιδιότητα, ένα και μόνο επίθετο “Σωκρατικός”. Αυτός δηλαδή που περιφερόταν στην αγορά έτοιμος για την έκπληξη, ο αρχαίος αυτός φιλόσοφος που πείραζε διδάσκοντας τα αγόρια με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ότι τα παράσερνε σε μια παράξενη θρησκεία που είχαν ως μοναδική θρησκεία τον ίδιο. Για τον Δημήτρη Λιγνάδη, βέβαια, το επίθετο “Σωκρατικός” ταίριαζε απόλυτα στον πατέρα του, ο οποίος αντίστοιχα προτιμούσε να διαβάζει και να εργάζεται στα καφέ της Φωκίωνος Νέγρη αντί για τα φωτισμένα δωμάτια του ωραίου νεοκλασικού στην Πλατεία Αμερικής και να δοκιμάζει όλα τα παράξενα, μυθιστορηματικά όρια του βίου. Γιατί πολλά μπορεί κανείς να πει κανείς για τον Δημήτρη Λιγνάδη αλλά σίγουρα ποτέ ότι δεν δικαίωσε την οικογενειακή σφραγίδα που έγραφε εκτός από “Σωκρατικός”, πραγματικά “μορφωμένος”.
Όλα αυτά διαμόρφωσαν αντίστοιχα μια προσωπικότητα που δεν έμαθε ποτέ τι σημαίνει μέτρο: ο πατέρας Τάσος Λιγνάδης, γνωστός μεταφραστής, θεατρικός κριτικός και άνθρωπος με επιβλητικό ταμπεραμέντο και προσωπικότητα, μπορούσε κάλλιστα να είναι βγαλμένος από τις σελίδες ενός έργου, σαν αυτά που είχε από μικρός στο κεφάλι του ο έφηβος Δημήτρης. Σαν άλλος Άμλετ, λοιπόν, δεν έπαψε ποτέ να συνομιλεί με το φάντασμα του πατέρα και να βλέπει το είδωλο του στους οικογενειακούς καθρέφτες- ανάλογους σαν και εκείνους που πρωταγωνιστούν στο αγαπημένο του έργο “Γυάλινος Κόσμος”: “Όταν μπαίνεις σε αυτήν τη βρόμικη και άθλια τέντα είσαι σίγουρος για το τι θα δεις στον καθρέφτη, γιατί ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ότι τον βλέπεις κάθε πρωί που ετοιμάζεσαι. Κι όμως όταν σου στήνουν τον δικό τους καθρέφτη, σοκάρεσαι. Σε δείχνει αντεστραμμένο, σπασμένο, συγχυσμένο και αόριστο. Από μέσα σου λες: «Αυτό το πρόσωπο δεν είμαι εγώ». Αρχίζεις όμως και αμφιβάλλεις. Γιατί, ποια ήταν στα αλήθεια η τελευταία φορά που πρόσεξες τον εαυτό σου στον καθρέφτη; Παραπονιέσαι για τους άλλους ενώ ο ίδιος ο εαυτός σου θεωρεί τον εαυτό σου δεδομένο!” είναι το χαρακτηριστικό απόσπασμα που ζητούσε από όλους τους ηθοποιούς να επαναλάβουν και αυτό που ενδεχομένως παρέπεμπε στη δική του οικογενειακή ιστορία. Η εφήμερη δόξα;Άλλωστε για τον Δημήτρη Λιγνάδη τα πάντα-ακόμα και οι ερωτικές στιγμές-είναι μια θεατρική πράξη την οποία οφείλει να ζήσει ξεπερνώντας όλες τις νόρμες και τα όρια- “τι νόημα έχει ο έρωτας αν δεν ξεφτιλιστείς;” έλεγε σε συνέντευξή του επιβεβαιώνοντας ότι θέλει να τον βιώνει πάντα έξω από κάθε λογική. Αντίστοιχα συνέβαινε και με το θέατρο όπου η προσωπική του φιλοδοξία, παραδεχόταν πως ταυτιζόταν ακόμα και με την αλαζονική επίτευξη της επιτυχίας, με την προσωπική ικανοποίηση και τη ματαιότητα: «Πρέπει να καταλαβαίνεις την μικρότητά σου, το πεπερασμένο σου.Από την άλλη, έχω και μια ματαιοδοξία παιδικής φύσεως, ότι θα είμαι στο θέατρο και θα με χειροκροτούν. Μόνο του το θέατρο έγινε ο χώρος μου. Κατάλαβα ότι εδώ εκφράζομαι, ζω από αυτό».
Ανθρωπος των αντιφάσεων και των αντιθέσεων, ανέκαθεν παραδεχόταν ότι παρασυρόταν από τη δύναμη των φώτων και των χειροκροτημάτων –«μου αρέσει να δοξάζομαι», έλεγε χαρακτηριστικά- έχοντας μάθει να συνευρίσκεται από νωρίς -παρότι θεατράνθρωπος- μαζί με αστέρια πρώτης γραμμής, όπως με τον Αλκι Κούρκουλο την εποχή της «Αναστασίας» και τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στο «Λόγω Τιμής». Και παρότι κάνει δύσκολα φιλίες, έδεσε εξαρχής πολύ με την επί σειρά ετών φίλη του του Ελένη Κούρκουλα. Άλλωστε ξεκίνησε τη θεατρική του καριέρα μαζί της, αν και η πρώτη του επαγγελματική του δουλειά ήταν στο «Ημέρωμα της Στρίγγλας» με την Ελένη Ράντου και τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο, μια παράσταση όπου βρέθηκε να λέει μονάχα τη φράση: «Ανασαίνει, κυρία μου. Αν δεν τον είχε καλοζεστάνει η μπίρα δεν θα κοιμόταν τόσο βαριά», που εκ των υστέρων ακούγεται φράση σχεδόν προφητική, σχεδόν μακάβρια για έναν άνθρωπο που είδε τον θάνατο με τα ίδια του τα μάτια.
Αλλά για τον Λιγνάδη το περιθώριο των ρόλων έμοιαζε ασφυχτικό όταν είχε μάθει να διαχειρίζεται ως σκηνοθέτης κάθε είδους ερμηνευτικό πλαίσιο και σχήμα: μόνο στους πρόσφατους “Πέρσες” του το καλοκαίρι στην Επίδαυρο είδαμε από τον χορό να παρελαύνει όλη η αφρόκρεμα του ελληνικού θεάτρου. Το ίδιο έκανε και ως άνθρωπος που δεν φοβήθηκε την εξουσία καθώς ο Θουκυδίδης του είχε μάθει ότι πρέπει να επιδιώκει, πάση θυσία, την επαφή μαζί της. Εκφράστηκε έτσι δημόσια υπέρ κάποιων θέσεων, φωτογραφήθηκε με πολιτικούς παράγοντες-που άλλοι αποφεύγουν για να μη στιγματιστούν-εξέφρασε πολιτικές απόψεις, επέμεινε στην ανάγκη του να μιλάει για την Αρχαιότητα και την Ελλάδα χωρίς τον φόβο να τον πουν αρχαιολάτρη ή αρχαιοπηνή.
Ενδεχομένως να μην ήταν μια κίνηση σκοπιμότητας αλλά αυτοματοποιημένης κίνησης ενός ανθρώπου που δεν φοβήθηκε ποτέ να θεωρηθεί άνθρωπος της εξουσίας, ούτε είχε μάθει ότι πρέπει να απολογείται γι αυτό ή να εξηγεί. Σήμερα που όλα αυτά μοιάζουν εκ των υστέρων ως βαρίδια στα πόδια όλων όσων σπεύδουν να διαφοροποιηθούν από τον πρώην πανίσχυρο καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού, αλλοτινών φίλων που επιμένουν να του γυρίζουν την πλάτη-αν και οι στενοί του άνθρωποι παραμένουν,όπως μαθαίνουμε, πάντα δίπλα του- ο Δημήτρης Λιγνάδης ενδεχομένως να καταφεύγει και πάλι στον Θουκυδίδη του για να θυμηθεί πως ο πόλεμος δεν τελειώνει με μια μάχη, είτε πρόκειται για τη μάχη της ζωής του, είτε για αυτή της φήμης του. Άλλωστε δείχνει ετοιμοπόλεμος και στα δυο μπερδεύοντας, ενίοτε, τις έννοιες θύτης και θύμα. Η συνέχεια, όπως φαίνεται, δεν θα παιχτεί, αυτή τη φορά στη σκηνή, αλλά στο πραγματικό πεδίο κάποιων δικαστικών αιθουσών, ανήλιαγων δικηγορικών γραφείων και βαρετών δωματίων γεμάτων από ανοιχτές υποθέσεις και ανεξόφλητα γραμμάτια.
Πηγή: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ