Στο Facebook ένα πρότζεκτ διηγείται τις προσωπικές ιστορίες ανθρώπων από όλο τον κόσμο που ζουν και εργάζονται στη Νέα Υόρκη. Η ιδέα ξεκίνησε το 2010 μέσω φωτογραφιών, αρκετά δυνατών ώστε να αφηγούνται μία ολόκληρη ιστορία.
Τώρα, με την εξάπλωση των σόσιαλ μίντια η σελίδα Humans of New York έχει περισσότερους από 18 εκατομμύρια ακολούθους στο Facebook και καταφέρνει να συγκινεί και να κινητοποιεί με τις μοναδικές ιστορίες που φιλοξενεί.
Αρχικός στόχος του πρότζεκτ πριν από 10 χρόνια ήταν να συγκεντρωθούν 10 χιλιάδες φωτογράφων νεοϋορκέζων, μέσα από υπέροχα στιγμιότυπα της «πόλης που ποτέ δεν κοιμάται», αλλά η επιτυχία του εγχειρήματος είχε σαν αποτέλεσμα η αρχική ιδέα να επεκταθεί σε συνεντεύξεις ανθρώπων που είχαν κάτι να πουν.
Αυτό το βαθιά βιωματικό, τρομερά ζωνταντό blog που δημιουργήθηκε έχει επεκταθεί τα 5 τελευταία χρόνια σε ιστορίες ανθρώπων από 20 ακόμα χώρες του κόσμου.
Μία από αυτές είναι και η παραπάνω: Μία συγκλονιστική ιστορία τεράστιας αγάπης, της αγάπης ενός ζευγαριού με πέντε κόρες που δεν κατάφερε να το χωρίσει ούτε καν ο θάνατος.
Η κόρη τους διηγείται τη ζωή και το τέλος των γονιών της σε μία πολύ δυνατή ανάρτηση:
«Eίχε πέντε κόρες. Και όποτε επέστρεφε σπίτι από κάποιο επαγγελματικό ταξίδι, στηνόμασταν όλες στη σειρά για να του δώσουμε από ένα φιλί. Αλλά πάντα φιλούσε τη μητέρα μου πρώτα επειδή αυτή ήταν η “πρώτη του αγάπη”. Μετά πήγαινε στη “δεύτερη” και στην “τρίτη” κ.ο.κ. Τα Σαββατοκύριακα στριμωχνόμασταν στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε μακρινά ταξίδια. Οδηγούσαμε για ώρες και σε όλο το δρόμο θα τραγουδούσε στη μητέρα μου. Εμείς το θεωρούσαμε φυσιολογικό γιατί το είχαμε συνηθίσει. Αλλά αυτό το είδος στοργής δεν συνηθιζόταν στην κουλτούρα μας. Κάναμε καραόκε πάρτι με όλους τους συγγενείς μας και όλοι οι άλλοι τραγουδούσαν συνηθισμένα τραγούδια. Αλλά ο μπαμπάς επέλεγε αυτά τα παλιά, ρομαντικά τραγούδια του Μπόλιγουντ. Και τα τραγουδούσε κοιτώντας μόνο τη μαμά. Εκείνη το λάτρευε αυτό. Ντυνόταν ωραία για εκείνον. Φορούσε το πιο φωτεινό κόκκινο κραγιόν της. Και έφτιαχνε τα μαλλιά της ακριβώς όπως του άρεσαν – ακόμα και αφού αρρώστησε.
Ο όγκος ήταν βαθιά στον εγκέφαλό της. Μετά από κάθε χειρουργείο έχανε και λίγο από τον εαυτό της. Όταν δεν μπορούσε πλέον να περπατήσει καλά ντρεπόταν για την αναπηρία της. Έτσι ο μπαμπάς της κρατούσε το χέρι όπου και να πηγαίναν. Καθόταν δίπλα στο κρεβάτι της, της χάιδευε το μάγουλο και απήγγειλε το Κοράνι μέχρι που ξεραίνονταν τα χείλη του. Κάποια βράδια τον έπαιρνε ο ύπνος καθιστό στην καρέκλα αλλά μετά ξυπνούσε και άρχιζε να προσεύχεται ξανά.
Στις τελευταίες της στιγμές, όταν πλέον ήταν έτοιμη να φύγει, έσκυψε κοντά της και της ψιθύρισε: “Δε θα είσαι μόνη. Θα έρθω μαζί σου”. Τον άκουσα να το λέει και θύμωσα πάρα πολύ. Μου φάνηκε εγωιστικό εκ μέρους του, λες και οι υπόλοιποι δεν είχαμε αρκετή αξία για εκείνον, ώστε να ζήσει. Αλλά όλα του τα παιδιά ήταν μεγάλα πια. Οι περισσότεροι είχαμε δικές μας οικογένειες. Και υποθέτω ένιωθε πως δεν είχε μείνει τίποτα πλέον για αυτόν. Κάθε μέρα επισκεπτόταν τον τάφο της μητέρας μου παρόλο που του λέγαμε να μη το κάνει. Έκανε αίτηση για τη θέση δίπλα της και κάθε λίγες ώρες ρωτούσε αν τηλεφώνησαν από το νεκροταφείο. Του είχε γίνει εμμονή. Όταν έφτασαν τα χαρτιά από το νεκροταφείο αγανάκτησα. Αλλά εκείνος έγινε ξαφνικά πολύ ήσυχος. Για τις επόμενες δύο ημέρες δεν έβγαλε άχνα. Το τρίτο πρωινό ήρθε στην πόρτα του σπιτιού μας και μου είπε πως δεν ένιωθε καλά. Έσκυψα να τον βοηθήσω με τα παπούτσια του αλλά κατέρρευσε στο πάτωμα. Δεν υπέφερε καθόλου. Μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο είχε ήδη φύγει».