Κάθε πρωί ξυπνούσε την Ντ. πηδώντας με φόρα στο κρεβάτι και γλείφοντας το πρόσωπό της. Μόλις εκείνη άνοιγε τα μάτια έβλεπε πως κουνούσε την ουρά του και μπορούσε να διαβάσει το βλέμμα του. «Βόλτα».
Δεν την πείραζε που έπρεπε να βγει μέσα στη βροχή, δεν την πείραζε το κρύο αρκεί να ήταν χαρούμενος ο σκύλος της. Τον έβγαζε βόλτα με τις πιτζάμες και έτρεχε μαζί του περήφανη χωρίς να τη νοιάζει ο υπόλοιπος κόσμος. Ό,τι χρειαζόταν το είχε στα χέρια της, ένα λουρί και πολλές σακούλες.
Τις ώρες που έλειπε από το σπίτι πάντα τον σκεφτόταν. Στο λεωφορείο έβλεπε αστεία βιντεάκια που τον είχε τραβήξει και γελούσε μόνη της. Περίμενε πώς και πώς να γυρίσει, να χτυπήσει το κουδούνι και να τον ακούσει να γαβγίζει πίσω από την πόρτα. Σε κανέναν δε χαριζόταν.
Γάβγιζε σε όλους και δεν άφηνε να τον χαϊδεύει κανείς εκτός από την οικογένειά του. Και κάθε φορά που της έλεγαν πως το σκυλί της είναι νευρικό αυτή απαντούσε πως απλά έχει προσωπικότητα.
Πόσο της άρεσε να κάθεται μαζί του στον καναπέ και να βλέπουν μαζί τηλεόραση. Του ζουλούσε τη μουσούδα κι αυτός παρίστανε τον θυμωμένο για λίγο. Μετά από λίγο το ξεχνούσε όμως και έτρεχε πάλι να τριφτεί στα πόδια της.
Πόσο χαδιάρης ήταν! Εκείνη λάτρευε να ακούει τα πατουσάκια του να χτυπάνε στο πάτωμα. Αγαπούσε τον τρόπο που ξεφυσούσε όταν προσπαθούσε να βολευτεί λίγο πριν να κοιμηθεί. Τρελαινόταν όταν τον έβλεπε να κοιμάται ανάσκελα και τον έβγαζε συνέχεια φωτογραφίες.
Και τι αστείος που ήταν κάθε φορά που γυρνούσε από το γιατρό κουρεμένος. Νόμιζες πως ήταν άλλο σκυλί και όχι το δικό της μικρό αρκουδάκι. Έτρεχε πάντα να κρυφτεί κάτω από την πολυθρόνα κι εκείνη απαγόρευε σε όλους να γελάνε μπροστά του για να μην πληγωθεί.
Γρήγορα όμως συνήθιζε στο νέο του λουκ και άρχιζε να κουνάει πάλι την ουρά του και να ζητιανεύει για λίγο φαγητό ενώ είχε ήδη φάει και μάλιστα περισσότερο απ’ ότι έπρεπε. Πόσο γελούσε όταν κουτουλούσε πάνω στα έπιπλα, όταν της έφερνε τα παιχνίδια του για να παίξουν ή όταν γρατζουνούσε τις πόρτες για να του ανοίξουν να μπει.
Όποτε έβρισκε ευκαιρία άρχιζε να μιλάει για τον σκύλο της και να εξιστορεί όλα όσα έχει κάνει. Έλεγε πόσο του αρέσει να κοιμάται σε όλα τα κρεβάτια εκτός από το δικό του και πως όταν αισθανόταν την ανάγκη να βγει έξω της έφερνε το λουρί του.
Το ίδιο έκανε και με το μπολ του νερού. Δεν του άρεσε καθόλου να τον βρέχεις και είχε μια περίεργη φοβία με τη σφουγγαρίστρα. Εκείνη ήταν η μαμά του κι αυτός ήταν το μωράκι της. Αρρώσταιναν μαζί, γκρίνιαζαν μαζί, αγαπούσαν μαζί.
Μαζί του μεγάλωσε κι εκείνη. Την παρηγορούσε όταν έκλαιγε, την άκουγε όταν ήθελε να μιλήσει, την ένιωθε όταν το είχε ανάγκη και ήταν πάντα εκεί για να καλύπτει τις στιγμές που αισθανόταν μόνη.
Έζησε δέκα χρόνια μαζί του. «Δέκα χρόνια γεμάτα ζωή». Δέκα χρόνια που πέταξαν όταν πέταξε στον παράδεισο κι ο μικρός της φίλος. Κι έμεινε η γωνίτσα του άδεια κι εκείνη ένιωσε σαν να σπάει η καρδιά της σε χίλια κομμάτια.
Δεν ήθελε πια να χτυπάει το κουδούνι χωρίς να είναι εκεί αυτός για να διώξει τον άγνωστο που τους χαλούσε την ησυχία. Δεν μπορούσε να τρώει χωρίς να τον έχει δίπλα της να χοροπηδάει για λίγο παραπάνω φαγητό.
Δεν άντεχε να ξυπνάει χωρίς να βλέπει το μουτράκι του μόλις ανοίγει τα μάτια. Η ησυχία στο σπίτι δεν υποφερόταν πια κι ο κόσμος της φαινόταν υπερβολικά μεγάλος χωρίς τον καλύτερό της φίλο.
Τον αγαπούσε υπερβολικά. Κι όλοι της έλεγαν πως δεν ήταν σωστό ούτε για ‘κείνη ούτε για τον σκυλάκο της. «Σκυλί είναι μωρέ». Μα πώς μπορούσαν να το λένε αυτό; Κατάλαβε το λόγο όταν ήταν πια πολύ αργά. «Ανακοπή» της είπαν. Κι έτσι ξαφνικά, μέσα σε μια στιγμή ο κόσμος της άδειασε. Τον περίμενε να γυρίσει αλλά μάταια.
Περίμενε εκείνο το φιλί που του έδωσε να μην είναι το τελευταίο. Περίμενε να τον ξαναδεί να κουνάει την ουρά του και να της πει για άλλη μια φορά με τον τρόπο του «Σ’ αγαπώ». Κι αν η δική της αγάπη ήταν αρκετή για να τον γιατρέψει, θα ζούσε για πάντα.
Του υποσχέθηκε όμως πως θα ξανασυναντηθούν. Κι εκείνη κρατάει τις υποσχέσεις της. Δε θα τον ξεχάσει ποτέ. Θα μιλήσει γι’ αυτόν στα παιδιά της και θα τους δείχνει τις φωτογραφίες του και θα φροντίσει να μάθουν όλοι πως ήταν ο καλύτερός της φίλος.
Γιατί της άλλαξε τη ζωή, της έμαθε να αγαπάει δυνατά και να μην ντρέπεται να το λέει. Χάνοντάς τον λοιπόν μπορεί να έχασε ένα κομμάτι του εαυτού της αλλά βρήκε ένα άλλο, πιο δυνατό, αυτό που της χάρισε ο φίλος της στο τελευταίο τους φιλί.
Ελίνα Ανδρεάδου για το pillowfights.gr