Οι ερευνητές προτείνουν ότι μπορεί να χρησιμεύσει ως ευρύτερος δείκτης μεσοπρόθεσμης επιβίωσης.
Τα αυξημένα επίπεδα τροπονίνης (μια πρωτεΐνη που συνήθως χρησιμοποιείται για τον αποκλεισμό της πιθανότητας καρδιακής προσβολής σε ασθενείς με πόνο στο στήθος) μπορεί να υποδηλώνει αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας από οποιαδήποτε αιτία τα επόμενα χρόνια, ακόμη και εν τη απουσία γνωστής ή ύποπτης καρδιαγγειακής νόσου, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Heart.
Το εύρημα ωθεί τους ερευνητές να προτείνουν ότι η τροπονίνη μπορεί επομένως να παίζει ρόλο ως γενικότερος δείκτης μεσοπρόθεσμης επιβίωσης.
Υψηλά επίπεδα καρδιακής τροπονίνης παρατηρούνται συχνά σε νοσοκομειακούς ασθενείς που δεν έχουν συγκεκριμένα σημάδια καρδιακής προσβολής, αλλά η κλινική σημασία αυτού του γεγονότος δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρη, λένε οι ερευνητές.
Για να το διερευνήσουν περαιτέρω, παρακολούθησαν την επιβίωση 20.000 ασθενών που είχαν νοσηλευτεί και είχαν κάνει εξέταση αίματος τροπονίνης για οποιονδήποτε λόγο μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου 2017, ανεξάρτητα από την αρχική κλινική ένδειξη. Ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν 61 ετών και πάνω από το ήμισυ (53%) ήταν γυναίκες.
Πάνω από το 90% (18.282 άτομα) δεν είχαν καμία κλινική ένδειξη για έλεγχο καρδιακής τροπονίνης. Στο υπόλοιπο 9% (1.718 άτομα), οι γιατροί ζήτησαν την εξέταση για κλινικούς λόγους.
Η καρδιακή τροπονίνη ήταν υψηλή σε 1.085 (λίγο κάτω από 5,5%) ασθενείς. Περίπου 1.782 (9%) ασθενείς πέθαναν μετά από ένα χρόνο και συνολικά 2.825 (14%) είχαν πεθάνει λίγο περισσότερο από 2 χρόνια (809 ημέρες) αργότερα.
Διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς είχαν σχεδόν 4 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν εάν το αποτέλεσμα της εξέτασης καρδιακής τροπονίνης ήταν υψηλό (45%) σε σύγκριση με εκείνους των οποίων τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν εντός του φυσιολογικού εύρους (12%).
Περαιτέρω ανάλυση για την ηλικία, το φύλο, την τοποθεσία του νοσοκομείου και τη νεφρική λειτουργία αποκάλυψε ότι ένα ασυνήθιστα υψηλό επίπεδο καρδιακής τροπονίνης συσχετίστηκε ανεξάρτητα με 76% αυξημένο κίνδυνο θανάτου, όχι μόνο από καρδιαγγειακά νοσήματα αλλά και από άλλες αιτίες.
Μάλιστα, η συχνότερη αιτία θανάτου ήταν ο καρκίνος (1.308 άτομα, δηλαδή το 46% των θανάτων) και τα καρδιαγγειακά νοσήματα (363 άτομα, δηλαδή το 13% των θανάτων).
Αφού εξαιρέθηκαν οι θάνατοι που συνέβησαν εντός 30 ημερών, μια παράμετρος που χρησιμοποιήθηκε για να καθορίσει την πιθανότητα ότι αυτό να συσχετίστηκε με την εξαρχής αιτία νοσηλείας, η σχέση μεταξύ της καρδιακής τροπονίνης και του αυξημένου κινδύνου θανάτου παρέμεινε.
Αυτό δείχνει ότι αυτή η συσχέτιση δεν οφείλεται αποκλειστικά σε βραχυπρόθεσμο κίνδυνο θανάτου, τόνισαν οι ερευνητές.
Προσοχή όμως: Αυτή είναι μια μελέτη παρατήρησης και ως εκ τούτου, δεν μπορούν να εξαχθούν σταθερά συμπεράσματα σχετικά με την αιτία και το αποτέλεσμα. Οι ερευνητές αναγνωρίζουν αρκετούς περιορισμούς.
Αυτοί περιλαμβάνουν το γεγονός ότι η μελέτη διεξήχθη σε ένα νοσοκομείο και ότι οι παράγοντες που δυνητικά επηρεάζουν το αποτέλεσμα, όπως οι προσωπικές πληροφορίες και τυχόν υποκείμενα νοσήματα, δεν ήταν γνωστοί.
Φαίνεται βιολογικά απίθανο ότι το καθαυτό επίπεδο της καρδιακής τροπονίνης ενέχει αυξημένο κίνδυνο θανάτου. Είναι πιο πιθανό ότι αντιπροσωπεύει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων υγείας -συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν έχουν ακόμη διαγνωστεί- που αυξάνουν τον κίνδυνο, λένε οι ερευνητές.
“Αυτή η μελέτη υποδηλώνει ότι η καρδιακή τροπονίνη μπορεί να έχει έναν πιο γενικό ρόλο ως δείκτης μεσοπρόθεσμης πρόγνωσης [θανάτου] πέραν της καρδιακής προσβολής (…) Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθούν αυτά τα ευρήματα και να αξιολογηθεί εάν οποιαδήποτε παρέμβαση μπορεί να προσαρμόσει τον αυξημένο κίνδυνο θανάτου που κατέδειξε η έρευνά μας”, επισημαίνουν χαρακτηριστικά.
Πηγή: iatropedia.gr