Το πιο απαραίτητο και το πιο πολύτιμο εργαλείο για την κάθε νοικοκυρά ήτανε ο αργαλειός. Έχοντας αργαλειό στο σπίτι της, στο πιο ευάερο και πιο ευήλιο δωμάτιο, κάθε αγροτική οικογένεια, ήταν σαν να είχε στη δούλεψή της ένα ατομικό υφαντουργικό εργαστήρι, που κάλυπτε όλες τις ανάγκες σε είδη ρουχισμού και κλινοστρωμνής.
Το στήσιμο του αργαλειού δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Ήθελε σταθερότητα και ζύγισμα, για να μη μετατοπίζεται με τα τραντάγματα από τις κινήσεις που έκανε η νοικοκυρά. Στα περισσότερα σπίτια του χωριού o αργαλειός ήταν μόνιμα στημένος, κάτω από χαγιάτια (μπαλκόνια), στο κατώι δίπλα πάντα από παράθυρο και προσωρινά πολλές φορές στην άκρη του δωματίου στο σπίτι.
Ο αργαλειός φτιαχνόταν από τέσσερα ισομεγέθη γερά και βαριά όρθια ξύλα δέντρου, που συνδέονταν και με άλλα ξύλα, με ειδικούς αρμούς και είχε τα έξης εξαρτήματα:
Ας ξεκινήσουμε από το βασικό αντί, που είχε το νήμα. Αυτό τοποθετείται απέναντι από την υφάντρα. Το νήμα αυτό χωρισμένο από τον γκάρδιο (σιδερένια βέργα), σχηματίζει 2 επιφάνειες, οι οποίες πέρναγαν μέσα από τα μιτάρια και τα χτένια και κατέληγαν στο αντί, που ήταν μπροστά στην υφάντρα και λεγόταν σχιστάνι. Τούτο το έλεγαν έτσι, γιατί φέρει σχίσιμο στη μέση ώστε να περνάει το ύφασμα.
Τα μιτάρια ήταν δικτυωτά πλέγματα νημάτων, σε σχήμα 8. Ήταν στερεωμένα τα νήματα σε δυο λεπτές σανίδες, που είχαν σταθερή θέση. Λέγονται μιτάρια, γιατί το νήμα λέγεται και μίτος (βλ. Μίτος της Αριάδνης, Θησέας, Λαβύρινθος – από τη μυθολογία).
Από εκεί οι κλωστές πήγαιναν στα καρούλια ή καρέλια, στην οροφή του αργαλειού. Αυτά κρέμονταν κι είχαν την ικανότητα με τις πατήθρες ή ποδαρίτσες, που κρέμονται απ’ αυτά, να μετακινούνται οι κύκλοι του 8, πότε πάνω και πότε κάτω. Οι πατήθρες πατιόνται όταν ήθελε η υφάντρα να μετακινήσει τις δυο επιφάνειες των νημάτων.
Στη συνέχεια οι κλωστές περνάνε μάσα από τα χτένια. Και αυτά ήταν φτιαγμένα από μικρά τεμάχια καλαμιού ή σύρματος, που ήταν στερεωμένα σε 2 παράλληλα τεμάχια σανιδιών. Το άνοιγμα που αφήνουν τα καλαμάκια χαρακτήριζε τα χτένια σε:
1) Δασόχτενα (δασιά υφάσματα – πουκάμισα και σκουτιά), 2) Ρασόχτενα (για τα ράσα των παπάδων) και 3) Πανόχτενα (για λιόπανα, αντρομίδες, βελέντζες, κιλίμια, κάπες, σαγίσματα) και λοιπά. Το χτένι μπαίνει σε μια θήκη, που το στερέωνε κι έτσι η υφάντρα το κτύπαγε με όση δύναμη χρειαζόταν για να σφίξει το νήμα. Η θήκη αυτή κρέμεται από την οροφή του αργαλειού.
Ανάμεσα λοιπόν στις 2 επιφάνειες των τεντωμένων νημάτων, που ανεβοκατεβαίνουν, χορεύει η σαΐτα, που είναι μακρόστενο ρομβοειδές εργαλείο, με κοιλιά στη μέση, για να μπαίνουν τα μασούρια και τα κουλούκια. Τα μασούρια και τα κουλούκια ήταν μικρά σωληνάκια, που πάνω τους τυλιγόταν το υφάδι.
Φτάσαμε έτσι κοντά στα χέρια της υφάντρας. Μπροστά της έχει στερεωμένο το σχιστάνι. Με σφήνες το περιστρέφει κάθε τόσο και λιγάκι, για να χοντρύνει το βιλάρι.
Στην Ελλάδα χρησιμοποιούνταν 3 είδη αργαλειού: ο πλαγιαστός, ο όρθιος και του λάκκου. Ο πλαγιαστός ήταν ο πιο συνηθισμένος. Φτιαγμένος από 4 ξύλα που συνδέονταν χαμηλά με 4 χοντρά σανίδια και με άλλα 4 στην κορυφή τους.
Οι γυναίκες έφτιαχναν μ’ αυτόν φουστάνια, μεσοφόρια, ποδιές, φανέλες, γιορντάνια και μπούστα, για τον εαυτό τους. Για τους άνδρες έφτιαχναν παντελόνια, πουκάμισα, βράκες, φανέλες, κάπες και καπότες με τις κουκούλες.
Ο άλλος, εξίσου σημαντικός, τομέας προσφοράς του αργαλειού ήταν τα κλινοσκεπάσματα της οικογένειας. Πολύχρωμες μπατανίες, χράμια, βελέντζες, σαλίσματα, κιλίμια, κουρελούδες, και τσαντίλες. Απ’ αυτά τα είδη, οι βελέντζες και τα σαλίσματα είχανε και μια επιπρόσθετη επεξεργασία. Τα πηγαίνανε υποχρεωτικά στη νεροτριβή (σ’ αυτή έστριβε το νερό ο μυλωνάς, όταν δεν είχε άλεσμα).
Τα βάζανε σε μια μεγάλη φυσική (συνήθως) γούρνα κι έπεφτε από ψηλά τρεχούμενο νερό. Αυτό συνεχιζότανε για μια βδομάδα περίπου. Είχε σαν αποτέλεσμα, με το συνεχές κτύπημα του νερού, να φουσκώνουν, να βγάζουν χνούδι κι έτσι γίνονταν πιο απαλά στη χρήση τους.
Κύριες πρώτες ύλες το μαλλί, το βαμβάκι, το λινάρι και το μετάξι. Προϊόντα που τα έβρισκαν σχετικά εύκολα, κι αυτό βέβαια γιατί ήταν κτηνοτρόφοι και γεωργοί. Για να φτάσουν αυτά τα υλικά στον αργαλειό, έπρεπε να προηγηθεί μια μακριά διαδικασία.
ΤΟ ΜΑΛΛΙ: Ήταν και είναι η σπουδαιότερη πρώτη ύλη. Μ’ αυτό ύφαιναν σε όλη την Ελλάδα κιλίμια για το πάτωμα, μπατανίες, χράμια, τορβάδες-σάκους δηλ. για τη μεταφορά τροφίμων ή εργαλείων-κάπες και σκουτιά (μάλλινα κατώτερης ποιότητας). Τα πρόβατα κουρεύονται την άνοιξη. Το μαλλί ζεματίζεται, μετά πλένεται στη βρύση ή στον ποταμό, το στέγνωναν και το λανάριζαν (=έξαιναν).
Ύστερα γινόταν η διαλογή. Το πιο καλό βγαίνει από τη ράχη του ζώου. (Οι Σαρακατσαναίοι μπορούσαν να ξεχωρίσουν μέχρι και σαράντα λογιών μαλλί). Το μακρύ το έγνεθαν στη ρόκα, το κοντό στην τσικρίκα (είδος διπλής ρόκας). Ορισμένα είδη (ταγάρια, σακιά ελαιοτριβείου, διάδρομοι) γίνονται από τραγόμαλλο κι έχουν πιο τραχιά υφή. Το γνέμα τυλιγόταν στο αδράχτι, για να καταλήξει τελικά στα σαΐτα του αργαλειού. Ήταν το υφάδι, ενώ το στημόνι (=πολύ γερή κλωστή, που δεν κοβόταν κατά την ύφανση) ήταν το μοναδικό είδος που χρειαζόταν να αγοράσουν οι νοικοκυρές για να υφάνουν.
ΤΟ ΒΑΜΒΑΚΙ: Εμφανίζεται στην Ελλάδα τον 2ο αι. Τα 18ο αι. αποτελεί, με τη μορφή νήματος, σπουδαίο εξαγωγικό προϊόν. Τα Αμπελάκια, η Τσαρίτσανη, ο Τίρναβος, οι Σέρρες και η Αγιά ευημερούσαν χάρη σ’ αυτό. Αφού το ξεκουκίσουν, το κόβουν με το δοξάρι (=εργαλείο σε σχήμα τόξου, με το οποίο ξαίνουν το βαμβάκι και το μαλλί) κι ύστερα το κλώθουν με τη ρόκα και το αδράχτι.
ΤΟ ΛΙΝΑΡΙ: Η συγκομιδή του γινόταν από γυναίκες, με επικεφαλής τη δραγομάνα. Το θέριζαν, όπως το σιτάρι, το έκαναν δεμάτια κι άφηναν το κάθε δεμάτι μέρες μέσα στο νερό για να μαλακώσει πολύ και μετά το πέρναγαν από το μαγκάνι, για να φύγει η εξωτερική φλούδα, να γίνει δηλαδή τέλεια αποφλοίωση. Θέλει υπομονετικό κοπάνισμα, βρόχιασμα (=να φύγουν οι κόμποι), βούρτσισμα, ώσπου να μείνει το καθαρό λινάρι, το σκουλί, που το γνέθουν για να φτιάξουν το ράμμα, δηλ. το λεπτότατο νήμα που περνά από το βελόνι. Η επεξεργασία του είναι πολύπλοκη.
Από το χοντρό λινάρι φτιάχνουν σακιά, ντορβάδες, τσαντίλες και καραβόπανα. Από το λεπτό, εσώρουχα και πουκάμισα.
ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ: Έρχεται στην Ελλάδα την εποχή του Ιουστινιανού. Ήταν το σπουδαιότερο προϊόν της περιοχής του Αξιού, της Χαλκιδικής, του Πηλίου του θεσσαλικού κάμπου και της Πελοποννήσου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τα μετάξι είναι «ωμό», δηλ. δε χρειάζεται γνέσιμο.
Χρειάζονταν όμως και βαφικές ύλες για να δώσουν χρώμα στις πρώτες ύλες.
Ως τα τέλη του 19ου αι., μοναδική ύλη βαφής ήταν τα φυτικά χρώματα, που έμεναν αναλλοίωτα στο ηλιακό φως και στο πλύσιμο και έδιναν λαμπερούς χρωματισμούς. Από το ριζάρι (=φυτό) έβγαζαν οι Αμπελακιώτες το ονομαστό κόκκινο χρώμα. Οι φλούδες των φρέσκων καρυδιών δίνουν το μαύρο, το λουλάκι το γαλάζιο και τα φύλλα της άσπρης μουριάς, σε συνδυασμό με λίγα φύλλα μηλιάς, το κίτρινο καναρινί.
Το νήμα πλέον είναι έτοιμο να μπει στον αργαλειό να αρχίσει η ύφανση. Ο αργαλειός κυριάρχησε στο ελληνικό νοικοκυριό πάνω από 3 χιλιετίες.