Ἀρχαῖες ἑλληνικὲς φράσεις, ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ σήμερα.
Ρωτᾶμε συνεχῶς: «Τί σχέση ἔχουμε ἐμεῖς, μὲ τοὺς ἀρχαίους»;…
Πέρασαν 3.000 χρόνια τὸ λιγότερο (καὶ 4.000, μὴ σοῦ πῶ)
καὶ ἀκόμα ὁμιλεῖται ἡ ἴδια γλῶσσα, χωρὶς νὰ τὸ ξέρετε.
Δὲν συμβαίνει σὲ καμία ἄλλη γλῶσσα αὐτό, παγκοσμίως.
Στὴν καθημερινότητα σου, λές :
1. Ἕνα χελιδόνι (ἢ ἕνας κοῦκος) δὲν φέρνει τὴν ἄνοιξη.
Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεἶ – Εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν Αἴσωπο καί
ἔμεινε ὡς παροιμία ποὺ χρησιμοποιοῦσαν συχνὰ ὁ Ἀριστοτέλης,
ὁ Στοβαῖος καὶ ὁ Ἀριστοφάνης. Ἐπικράτησε ἡ ἐκδοχὴ μὲ τὸν κοῦκο.
2. Τὸ ἕνα χέρι, νίβει τὸ ἄλλο.
ἁ δὲ χὲὶρ τὰν χεῖρα νίζει – Στίχος τοῦ Πυθαγόρειου φιλόσοφου
καὶ ποιητή, Ἐπίχαρμου.
3. Ὅ,τι σπείρεις θὰ θερίσεις.
Εἶ κακὰ τὶς σπεῖραι, κακὰ κέρδια ἀμήσειν – Ἡσίοδος.
4. Κάλλιο νὰ σὲ ζηλεύουνε, παρὰ νὰ σὲ λυποῦνται.
Κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος- Πίνδαρος.
5. Ἡ γλῶσσα κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει.
Ἡ γλῶττα ἀνόστεος μὲν, ὀστέα θραύει- Σόλων.
6. Ἔπαθε καὶ ἔμαθε.
Τὸν πάθει μάθος- Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων.
7. Σηκώθηκαν οἱ τρίχες μου.
Τρὶχὸς δ᾽ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται – Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας.
8. Ὁ ἄνδρας εἶναι ἡ κολώνα τοῦ σπιτιοῦ.
Ἀνήρ, στέγης στῦλον – Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων.
9. Χτύπα ξύλο.
Ἅπτεσθαι ξύλου – Ἀριστοφάνης.
10. Ἔπεσαν κάτω ἀπο τὰ γέλια.
Ὥστε ὑπτίους, ὑπὸ τοῦ γέλωτος καταπεσεῖν – Ἀθήναιος.
11. Ἔγιναν θέατρο.
Ἑαυτοὺς ἐξεθεατρίουν – Πολύβιος.
12. Μὴ μὲ συγχίζεις.
Μὴ μοὶ σύγχει – Ὅμηρος.
13. Τὴν βάψαμε (τὴ βάρκα).
Ἡ ναῦς ἔβαψεν – Εὐριπίδης, Ὀρέστης στ. 705-707.
βάπτω=βυθίζω στὸ νέρο. Ὅταν λέγαμε: ναῦς ἔβαψεν=το πλοῖο βυθίστηκε.
14. Μὴ μὲ σκοτίζεις.
Ἀποσκότισον μέ – εἶπε ὁ Διογένης στὸν Μ.Αλέξανδρο.
15. Ἔγινε ὁ βίος ἀβίωτος.
Ἀβίωτον ζῶμεν βίον – Φιλήμων, 4ος αἰ. π.Χ.
16. Τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα.
ὀρνίθων γάλα – Πλούταρχος.
17. Λὲς τρίχες!
Τριχολογεὶν καὶ τρίχας ἀναλέγεσθαι – Σουΐδας.
18. Ἄει στὸν κόρακα (τὴν ἀκοῦς πολὺ στὴ Θεσσαλία).
Πέμπειν εἰς κόρακας.
19. Δὲν μὲ μέλει.
οὐδὲν μοὶ μέλει.
20. Πολλὰ λές.
Πολλὰ λαλεῖς (Στὴν Κύπρο θὰ τὸ ἀκοῦς συνεχῶς)
21. Νὰ σκάσεις.
Διαρραγείης – Ἀριστοφάνης.
22. Κάθε ἀρχὴ καὶ δύσκολη.
Ἀρχὴ δήπου παντὸς ἔργου χαλεπωτέρα.
23. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή.
Ἔχει τί πίκρὸν, ὁ τῆς ἀληθείας λόγος – Δίων.
24. Ἡ ἀλήθεια δὲν κρύβεται.
Ἀδύνατον τ’ ἀληθὲς λαθεῖν – Μένανδρος.
25. Φοβᾶται καὶ τὴν σκιά του.
τὴν αὐτοῦ σκὶὰν δέδοικεν – Ἀριστοφ. Ἀπόσπ. 62.
26. Τὸν ἀράπη κι ἂν τὸν πλένεις.
Αἰθίοπα σμήχεις – Πλούταρχος (στὴν οὐσία σημαίνει, τὸν Αἰθίοπα
(ὅσο κι) ἂν λευκαίνεις.
27. Καμιὰ δουλειὰ δὲν εἶναι ντροπὴ (ἡ ἀεργία εἶναι ντροπή)
Ἔργον δ’ οὐδὲν ὄνειδος, (ἀεργίη δὲ τ’ ὄνειδος) – Ἡσίοδος.
28. Χτίζεις στὴν ἄμμο.
Εἰς ψάμμον οἰκοδομεῖς – Πλούταρχος.
29. Παρ’ τὸ αὐγὸ καὶ κούρευτο.
Ὦον τίλλεις – Πλούταρχος.
30. Ὅπως σὲ βλέπω καὶ μὲ βλέπεις.
Ὦσπερ εἰσορὰς ἐμέ – Σοφοκλῆς.
31. Μοῦ λύθηκαν τὰ γόνατα.
Λύεται γούνατα – Ὅμηρος.
32. Θὰ σοῦ δείξω ἐγώ, ποιός εἶμαι (ἀπειλή).
Ἐγὼ αὐτῷ δείξω, τὶς εἰμί – Ἐπίκτητος 3,2,10.
33. Δὲν πᾶς νὰ κρεμαστεῖς ;
Οὔκ ἀπάγξη; Ἐπίκτητος 3,1,32.
34. Κάνει σὰν νὰ τοῦ σκότωσε τὸν πατέρα (σὰ νὰ τοῦ σκότωσε
τὴ μάνα, λέμε σήμερα ἐμεῖς)
Ἂν οὔν ἐν τούτοις πλανηθῶ, μή τι τὸν πατέρα ἀπέκτεινα – Ἐπίκτητος 1,7,31.
35. Βάζω τὸ χέρι στὴν φωτιά.
Χεῖρα τ’ ἐν ἠγάνῳ βαλεῖν (ἠγάνω=στο τηγάνι) – Ἀνακρέων Fragmenta Fr.91.
36. Μπλέξαμε τὰ μπούτια μας.
Πλέξαντες μηροίσι πέρι μηρούς – Ἀνακρέων.
Οἱ ἄνθρωποι ἀλλάζουν, ἡ γλῶσσα ὅμως θυμᾶται καὶ ἡ μνήμη ρέει στὸ αἷμα μας.
(Via: Ντοπιολαλιές)