Τετάρτη, 27 Νοεμβρίου 2024
διάφοραΑναμνήσεις στρωματσάδας - Ωραίες εποχές γεμάτες ζεστασιά, αγάπη και απλότητα

Αναμνήσεις στρωματσάδας – Ωραίες εποχές γεμάτες ζεστασιά, αγάπη και απλότητα

Δεν πα να ’χεις κοιμηθεί σε στρώματα, σε σομιέδες και στα πούπουλα ακόμα. Άμα μια φορά κοιμήθηκες «στρωματσάδα», δεν το ’χεις ξεχάσει ποτέ.

Από τον Γιάννη Γούδα*

Η στρωματσάδα ήταν ο ύπνος στο πάτωμα του σπιτιού. Παλιά επειδή τα σπίτια ήταν μικρά και φτωχά και δεν υπήρχαν πολλά κρεβάτια, ολόκληρες οικογένειες κοιμόντουσαν «στρωματσάδα». Στα χρόνια εκείνα τα παλιά, οι άνθρωποι είχανε ένα ή δυο μεταλλικά κρεβάτια με τον σουμιέ τους (το στρώμα τους δηλαδή) παραγεμισμένο με φλόκια (τα φύλλα δηλαδή) του καλαμποκιού. Στα κρεβάτια αυτά κοιμούνταν οι πιο μεγάλοι του σπιτιού (άντε να βολεύανε στο πλάι και κάνα παιδί) και οι άλλοι (που δεν ήτανε και λίγοι, αφού οι οικογένειες τότε κάνανε πολλά παιδιά) κοιμούνταν «στρωματσάδα».
Έστρωναν κάτω στο πάτωμα μια-δυο παλιές κουβέρτες, για να μην «πιαστεί» το κορμί, ένα «στρώμα» παραγεμισμένο με μαλλί προβάτων, επάνω ένα πρόχειρο σεντόνι και επάνω τους τα κλινοσκεπάσματα (καλές κουβέρτες, βελέντζες κ.ά). Ξάπλωμα, κουκούλωμα και… ύπνος μέχρι το πρωί κι αυτό ήτανε όλο.
Για μαξιλάρια πάνω από το στρώμα να μην πιαστούν οι σβέρκοι δίπλωναν δυο-τρεις φορές μια κουβέρτα ή έναν πλατύ τάπητα και τον τοποθετούσαν κάτω από το σεντόνι. Το μαξιλάρι αυτό ήταν ενιαίο και δεν υπήρχε κενό για να πέφτουν τα κεφάλια. Βασικά η «στρωματσάδα» ίσως να ήταν μια μικρή κοινωνία του ύπνου: Τρία, τέσσερα, πέντε… άτομα το ένα δίπλα στο άλλο, το ένα σώμα να ζεσταίνει το άλλο, να σμίγουνε και να κλωτσιούνται τα ποδάρια, γόνατα να χτυπιούνται, η ανάσα του ενός στο αυτί του άλλου… Μια κουβέντα να έλεγε ένας, ζωντανεύανε όλοι. Όλα εκείνη την ώρα τα θυμόντουσαν. Να τα παραμύθια και οι παλιές ιστορίες, να τα κουτσομπολιά, να τα καλαμπούρια, να τα γέλια και τα πειράγματα και άντε μετά να κοιμηθείς. Χάβρα Ιουδαίων… Ώσπου κάποιος έπαιρνε τον λόγο: «Άντε κλείστε το τώρα… να κοιμηθούμε». Σιγά-σιγά, λοιπόν, λιγόστευαν οι κουβέντες. Ερχόταν αργά-αργά ο πρώτος. Αν έβρεχε κιόλας και ακούγονταν οι στάλες που έπεφταν στις πλάκες της σκεπής και αργότερα στον τσίγκο, τότε κάναμε τον καλύτερο ύπνο της ζωής μας, ευχαριστημένοι και γελαστοί, κρατώντας σφιχτά το χέρι του πατέρα και της μητέρας. Ύστερα ησυχία. Δηλαδή, ο Θεός να την κάνει ησυχία… Άλλος ροχάλιζε, άλλος αναστέναζε, άλλος παραμίλαγε, άλλος έβλεπε όνειρα καλά και γέλαγε… Και από ψηλά το καντήλι στο εικόνισμα και η χαμηλωμένη φωτιά από το τζάκι, φώτιζαν θαμπά το σκοτάδι, μόνο και μόνο για να μη φοβόμαστε.
Τα παιδιά «τρελαινόμασταν» για «στρωματσάδα», γιατί το βλέπαμε σαν παιχνίδι, ενώ οι μεγαλύτεροι δίπλα μας το χαίρονταν κι εκείνοι. Άλλωστε, στο μυαλό και στην ψυχή μας, ακόμη και οι στερήσεις γίνονταν χαρά και παιχνίδι.
Η στρωματσάδα, όμως, ήταν ανάγκη, όχι μόνο για τους ανθρώπους του σπιτιού που δεν χωράγανε πού να κοιμηθούνε, αλλά και για τους επισκέπτες. Ιδιαίτερα, αν ήτανε γιορτή που πανηγύριζε κάποιο μοναστήρι ή εκκλησία, υπήρχανε σπίτια (και μεταξύ αυτών και το σπίτι μου), που φιλοξενούσαν κόσμο κι όχι μόνο για «στρωματσάδα».
Στα χρόνια κείνα τα παλιά, όταν κάποιος έπρεπε να πάει κάπου μακριά από το σπίτι του ή το χωριό του (στην πόλη ή σε κάποιο άλλο χωριό) για δουλειές, για να προμηθευτεί διάφορα αναγκαία, για κάποιο πανηγύρι, για να δει συγγενείς του, για να βρεθεί σε κάνα γάμο ή βαφτίσια κ.λπ., πήγαινε με το άλογο ή με τα πόδια. Και, φυσικά, όταν έφτανε, δεν ήταν δυνατό να γυρίσει το ίδιο βράδυ στο σπίτι του, ακόμη κι αν είχε τελειώσει τις δουλειές και τις υποχρεώσεις του. Για να «ξενυχτίσει», λοιπόν, πήγαινε σε σπίτια συγγενών του ή γνωστών του. Ήξερε πως κανένας δεν θα τον έκλεινε έξω, όπως κι εκείνος θα έκανε το ίδιο στην ανάγκη τους, γιατί όπως λέγανε: « Το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο».
Αφού, λοιπόν, καλοδέχονταν τους επισκέπτες στο σπιτικό τους, οι φιλόξενοι σπιτονοικοκύρηδες, πρώτα τους καθίζανε στον σοφρά για να φάνε. Ό,τι είχε η καλή νοικοκυρά το ’βγαζε στο τραπέζι. Το μόνο που την ένοιαζε ήτανε να «ευχαριστηθούν» αυτοί που κόπιασαν στο σπιτικό της. «Καθίστε, τώρα, να φάμε μια χαψιά» τους έλεγε. Κι εκείνοι ποτέ δεν παραπονιόταν, γιατί καλύτερο φαγητό από το περίσσευμα της καρδιάς δεν υπάρχει. Καμιά φορά, μπορεί να σφάζανε οι νοικοκυραίοι (αν είχανε) και καμιά κότα για να βγούνε πολλά πιάτα να φάνε οι μουσαφίρηδες. Κι αφού τρώγανε και πίνανε και κουβεντιάζανε, πέρναγε η ώρα κι έβγαζε η νοικοκυρά απ’ το σεντούκι της ό,τι στρωσίδια είχε και τα ’στρωνε καταή στο πάτωμα κι αφού κάνανε τον σταυρό τους και λέγανε το «Πάτερ ημών» τους, ξαπλώνανε με τα ρούχα, όλοι στρωματσάδα, ο ένας δίπλα στον άλλο (τα κεφάλια κατά τον τοίχο, τα ποδάρια προς τα κάτω και όχι ο ένας πάνω και ο άλλος κάτω) κι αν τους έλειπε κάτι (μαξιλάρι, κουβέρτα, βελέντζα…) και πάλι ευχαριστημένοι ήταν, αφού θα «ξημέρωναν». Κι ο καλός ο νοικοκύρης, αν ήτανε χειμώνας, έβαζε κούτσουρα στη φωτιά στο τζάκι για να ’ναι ζεστά και να τους «κολλήσει ο ύπνος». Και το πρωί σηκωνόντουσαν, τιναζόντουσαν λίγο, ταχτοποιούσαν όσο γινότανε τα τσαλακωμένα ρούχα τους, έστρωναν λίγο τα μαλλιά τους κι αυτό ήταν: Νοικοκύρηδες… σαν να είχανε κοιμηθεί στο καλύτερο ξενοδοχείο. Τρώγανε και τον τραχανά που τους είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά, ευχαριστούσαν για τη φιλοξενία και την περιποίηση και πηγαίνανε «στην ευχή του Θεού». Καταλαβαίνει, λοιπόν, ο καθένας και η καθεμία, τι γινόταν μέσα στα μικρά εκείνα φτωχόσπιτα που είχαν τη φιλοξενία και τη «στρωματσάδα» τρόπο ζωής.
Αυτά συνέβαιναν με τη «στρωματσάδα». Δεν πάθαμε τίποτα, ίσα-ίσα γίναμε άνθρωποι μέσα από τις δυσκολίες και τις ελλείψεις. Ήταν τα πιο ωραία ανέμελα χρόνια. Ήταν τα καλύτερα. Γιατί; Όλα είχαν την αξία τους. Δεν γυάλιζε τίποτα. Ήταν ΑΛΗΘΙΝΑ. Μπορεί τότε οι άνθρωποι να είχανε φτώχεια, αλλά είχανε ανοιχτές τις καρδιές και τις πόρτες τους και ξέρανε να εκτιμάνε κάθε τι που τους έδινε ο Θεός, ακόμη κι αν ήταν μικρό και ασήμαντο. Ζήτησα κάποια στοιχεία για το κείμενο, όταν πριν από λίγο καιρό επισκέφτηκα το χωριό μου και μια γιαγιά μού είπε το εξής καταπληκτικό:
«Τώρα παιδί μου, δεν ξέρουμε τι χαλεύουμε (τι ζητάμε δηλαδή). Δεν ευχαριστιόμαστε με τίποτα».
Σήμερα η στρωματσάδα υπάρχει μόνο στα βιβλία και στις αφηγήσεις των παλαιών. Έχουμε στα σπίτια μας πολλά, καλά και μεγάλα κρεβάτια. Κλειδαμπαρώσαμε τα σπίτια μας και κλειστήκαμε μόνοι μέσα στη φυλακή μας. Και μαζί κλειδαμπαρώσαμε και τις καρδιές μας. Ακόμη και για να πας να δεις το παιδί σου, την αδελφή σου ή τον αδερφό σου να τους πεις μια «καλημέρα», πρέπει πρώτα να πάρεις τηλέφωνο.
Τελειώνοντας, να σταθώ στο εξής: Σε όσα πουπουλένια στρώματα και κρεβάτια πολυτελείας, σε όσα ξενοδοχεία πολλών αστέρων κι αν κοιμήθηκα, τη «στρωματσάδα» δεν την αλλάζω (και πιστεύω και εσείς) με τίποτα. Προπαντός εκείνη την εικόνα της «στρωματσάδας», όπου αδέλφια, το ένα δίπλα απ’ το άλλο και στις δύο άκρες οι γονείς τους να τους κρατούν το χέρι τους, δεν θα την ξεχάσω ποτέ και όσο κι αν τόσο πολύ το νοσταλγώ (όπως και πολλές και πολλοί από εσάς), με στενοχωρεί το γεγονός ότι δεν πρόκειται να το ξανά ζήσω.

Τα πιο σημαντικά