Δεν ψωνίζει ο Έλληνας όπως ψώνιζε. Αλλά και οι αγορές λιανικής τροφίμων δεν λειτουργούν όπως λειτουργούσαν. Το τρίπτυχο των νέων δεδομένων είναι μικρότερα καταστήματα, επένδυση στην πολιτική των προσφορών και στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Η συρρίκνωση του διαθέσιμου καταναλωτικού εισοδήματος αναγκάζει τις εταιρείες να πουλάνε τα προϊόντα τους σταθερά με προσφορές – περίπου το 50% των επωνύμων προϊόντων βρίσκεται σε κάποια προσφορά. Για αυτό τα μέχρι τώρα στοιχεία δείχνουν ότι το πρόσημο στην ανάπτυξη του κλάδου θα είναι αρνητικό στη διάρκεια του 2017.
Ο Όμιλος των My Market ακολουθεί μια πρωτοποριακή προσέγγιση βάσει των νέων δεδομένων.
Παίκτες τις αγοράς επισημαίνουν ότι «σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερα καταστήματα από όσα «σηκώνει» η αγορά» και το μεγαλύτερο πρόβλημα «εντοπίζεται στα υπερκαταστήματα, αυτά που φθάνουν τα 2.500 τ.μ. καθώς «το συγκεκριμένο μοντέλο καταστήματος είναι πλέον ξεπερασμένο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα».
Για αυτό ακριβώς, αλυσίδες όπως τα My Market επενδύουν σε ευέλικτα καταστήματα από 800 έως 1500 τ.μ., αφού ο καταναλωτής θέλει πλέον ταχύτητα στις αγορές του.
Και για τις προσφορές, στον Όμιλο My Market σημασία δίνεται, όμως, στην ποιότητα και συνέπεια των προσφορών. Γιατί ο Έλληνας καταναλωτής παραμένει εκλεκτικός. Για αυτό ακριβώς το λόγο, στα My Market, επενδύουν περισσότερο στην χρηματοδότηση ποιοτικών προσφορών αλλά και στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Ήδη στα My Market υπάρχουν 15.000 κωδικοί με έμφαση στα ανταγωνιστικά προϊόντα ελληνικής παραγωγής δίνοντας διέξοδο σε μικρότερους παράγωγους, που αν δεν ήταν τα My Market, δεν θα είχαν πρόσβαση στο ράφι και το ευρύ καταναλωτικό κοινό.
Για όλους αυτούς τους λόγους, τα My Market «σκοράρουν» στην αύξηση μεριδίων με την ενίσχυση της σταθερής εμπιστοσύνης στον καταναλωτή αλλά και στην επανέλκυση των καταναλωτών που δεν είναι εύκολη διαδικασία και μπορεί εύκολα να γίνει από προστιθέμενη αξία σε παράγοντα αρνητικό για το μέλλον.