Ύπνος. Όμορφο πράγμα. Μπορώ πολύ εύκολα να τον κατατάξω στη δεύτερη μεγαλύτερη απόλαυση. Μετά το φαΐ.
Με ένα σωστό οχτάωρο ξυπνάς με γεμάτες μπαταρίες και σηκώνεσαι από το κρεβάτι έτοιμος να αδράξεις τη μέρα. Ή και όχι. Τέλος πάντων και μόνο να σηκωθείς από το κρεβάτι αρκετό είναι.
Όλοι αγαπάμε τον ύπνο. Υπάρχουν βέβαια κάποιοι που τον αγαπάνε πιότερο. Αυτοί οι υπναράδες. Αυτοί που τους είναι αδύνατο να ξυπνήσουν πρωινές ώρες. Δε βαριούνται, όχι. Απλά νυστάζουν. Μπορεί να είναι οι πιο κινητικοί άνθρωποι, οι πιο δημιουργικοί, οι πιο περιπετειώδεις. Απλά θα προτιμήσουν να ξεκινήσουν τη μέρα τους στη μέση της.
Οι υπναράδες ή αλλιώς χουζούρηδες μπορούν να κοιμηθούν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Σε καρέκλες, σκαμπό, σε μπουζούκια, σε ταβέρνες -όπως τότε που ήμασταν παιδιά και οι γονείς μας, μας ένωναν αυτές τις άβολες καρέκλες για να κοιμηθούμε πιο άνετα και όχι πάνω στο τραπέζι με κολλημένα ψίχουλα στο μάγουλο.
Είναι αυτοί που όταν ξυπνούν έχουν εκατό κλήσεις από την παρέα που λιαζόταν στην καφετέρια, αυτοί που έχαναν τις περισσότερες από τις σχολικές εκδρομές, αφού βασική προϋπόθεση ήταν να ξυπνήσουν από το χάραμα.
Είναι οι ίδιοι που έχουν φυσική ανοσία στον καφέ και που το μάτι τους δεν ανοίγει ούτε μετά την τρίτη κούπα. Αν δεν το πάρουν μόνοι τους απόφαση να ξυπνήσουν η κατάσταση είναι καταδικασμένη.
Αν σπουδάζουν, η σχολή γι’ αυτούς ξεκινά μετά τις 16.00. Αν δουλεύουν βάζουν κάθε δυνατό μέσο για να ξυπνήσουν στην ώρα τους, όσα περισσότερα ξυπνητήρια χωράει το κινητό τους, τη μάνα τους να τους παίρνει τηλέφωνα, τον συγκάτοικο να κοπανάει κατσαρόλες, το γείτονα να χτυπάει κουδούνια. Μπορεί να έχουν και αυτό το κρεβάτι που σε πετάει απέναντι στην ώρα που το ρυθμίζεις -το τηλεμάρκετινγκ κάνει θαύματα.
Οι υπναράδες είναι μια ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπων. Κάθε παρέα έχει και από έναν. Κάθε παρέα έχει προσπαθήσει να ξυπνήσει έναν. Αν τα καταφέρει, αυτός ο υπναράς θα γκρινιάζει ασταμάτητα που δε βρίσκεται στο κρεβατάκι του και θα αναρωτιέται γιατί να συμβαίνουν κακά πράγματα σε καλούς ανθρώπους.
Τους αρέσει ο ύπνος, είναι ερωτευμένοι με το κρεβάτι τους, τα σκεπάσματα τους έχουν αποδεχτεί πλέον ως όμοιούς τους. Κανείς δεν μπορεί να τους αλλάξει, κανείς δεν μπορεί να τους πείσει να ζήσουν σαν νορμάλ άνθρωποι και όχι σαν τα βαμπίρ, μόλις πέσει ο ήλιος. Είναι συνηθισμένοι έτσι, να ξυπνούν σε λίγο φως και να αναρωτιούνται αν κοιμούνται μια βδομάδα.
Οι υπναράδες είναι συνήθως πιο χαλαροί από το μέσο άτομο. Δεν αγχώνονται να μάθουν σημαντικά αποτελέσματα. Θα τα μάθουν όταν και άμα ξυπνήσουν. Τρεις ώρες μετά; Τρεις ώρες μετά. Τρεις μέρες μετά; Τρεις μέρες μετά!
Τώρα θυμήθηκα τη μέρα που έβγαιναν οι βάσεις των σχολών. Όλοι στην παρέα αγχωμένοι, όλοι ξύπνιοι τρεις ώρες πριν την ώρα των ανακοινώσεων να κάνουμε ανανέωση στη σελίδα του υπουργείου. Ε λοιπόν, οι βάσεις ανακοινώθηκαν, όπως και το που πέρασε ο καθένας. Αμέσως όλοι, ευχαριστημένοι ή μη, στέλναμε μηνύματα στην ομαδική συνομιλία για να σχολιάσουμε τα αποτελέσματα. Εκτός από μία. Αυτή που ξύπνησε τρεις ώρες μετά.
Ε, είναι στον άνθρωπο. Δε σημαίνει ότι οι υπναράδες είναι αυτομάτως και σταρχιδιστές, όχι. Θέλουν να μάθουν τι συμβαίνει, θέλουν να βρίσκονται μέσα στις εξελίξεις, απλά θα συμμετάσχουν όταν είναι έτοιμοι, που αυτό σημαίνει ότι θα συμμετάσχουν όταν πλέον το στρώμα θα έχει πάρει το σχήμα του σώματός τους και θα αναγκαστούν να σηκωθούν από το κρεβάτι επειδή δε βολεύονται.
Βουλιάζουν στα φουσκωτά τους μαξιλάρια και ονειρεύονται σαν να μην υπάρχει αύριο. Ή μάλλον σαν να μην υπάρχει μεθαύριο. Που για καλή τους τύχη υπάρχει, άρα θα κοιμηθούν μέχρι να λαλήσει ο πετεινός της παρεπόμενης μέρας, ήρεμοι από έγνοιες αφού κοιμούνται αγκαλιά με τον Μορφέα, τον έρωτα της ζωής τους.
Τρέφουμε μια ιδιαίτερη αγάπη προς τους υπναράδες. Μπορεί να τους κράζουμε που χάνουν τη μισή μέρα απορροφημένοι στη νάρκη τους, αλλά βαθιά μέσα μας θα θέλαμε να ήμασταν και εμείς έτσι. Να περνάμε τις περισσότερες ώρες μας μέσα σε μια νιρβάνα ονείρων, άνετοι και χαμογελαστοί, ναι μεν με σκοτούρες αλλά η κυριότερη να είναι μία: να μη μας χαλάσουν τον ύπνο.
Μαριάννα Συμεωνίδη για το pillowfights.gr