«Έχω πατήσει το πόδι μου εδώ και δύο ώρες στην Αθήνα και είμαι στο κομπιούτερ για να δω την Δευτέρα το κονέξιον του Καναδά για τη νήσο Σαμπλ ή για το Λαμπραντόρ» λέει ο πιο πολυταξιδεμένος άνθρωπος του πλανήτη, Μπάμπης Μπίζας.
Μόλις είχε επιστρέψει από Σιβηρία μετά από ταξίδι 12 ωρών, και όχι μόνο δεν αισθάνεται καθόλου κουρασμένος αλλά ήδη σχεδιάζει το επόμενο ταξίδι του. Για αυτόν τον ορκισμένο ταξιδιώτη η προσαρμογή είναι μάλλον μία άγνωστη λέξη…
– Πώς ξεκίνησαν τα ταξίδια;
«Νομίζω ότι δεν είναι ένα πράγμα που έχει ημερομηνία έναρξης είναι μία συσσωρευμένη κατάσταση. Ας πούμε όμως ότι όταν έφτασε η ώρα του επαγγελματικού προσανατολισμού τότε είπα “εγώ δεν θέλω να γίνω τίποτα από όλα αυτά που γινόντουσαν οι συμμαθητές μου και οι συμφοιτητές μου. Θέλω να κάνω κάτι που μου επιτρέπει να ταξιδεύω”. Είχα κάνει ήδη ταξίδια με σακίδιο στην πλάτη στην Ασία, στο Νεπάλ, στο Μπαγκλαντές, στην Ινδία, στην Αφρική όταν ήμουν φοιτητής. Το 1980 πήρα το πτυχίο μου. Είχα τελειώσει πολιτικές επιστήμες και βαλκανικές γλώσσες. Είχα διάφορες προτάσεις πεζές και αδιάφορες για τα δικά μου γούστα και κατάλαβα ότι θέλω να κάνω κάτι που θα μου επιτρέπει να ταξιδεύω. Προσπάθησα 2-3 πράγματα που δίνουν αυτήν την εντύπωση, από καπετάνιος μέχρι διπλωματικός υπάλληλος και στο τέλος κατέληξα να γίνω αρχηγός εκδρομών στα τουριστικά γραφεία της Ελλάδας. Και επειδή είχα ταξιδέψει αρκετά ήδη μόνος μου ως φοιτητής, είχα ένα βιογραφικό εμπειρίας που δεν υπήρχε το 1980. Μπήκα λοιπόν σε αυτήν την λεγόμενη αγορά εργασίας: ή θα κλεινόμουν σε ένα γραφείο και θα γινόμουν δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ή θα έκανα κάτι μου θα μου άνοιγε τα φτερά. Λοιπόν έκανα το δεύτερο.
Και στη συνέχεια όμως μου λέγανε “δεν θέλεις να γίνεις διευθυντής και να σταματήσεις να ταξιδεύεις;” “Όχι δεν θέλω να γίνω διευθυντής και να σταματήσω να ταξιδεύω, θέλω να είμαι κλητήρας και να ταξιδεύω”. Ο Μπάμπης ο Μπίζας ήταν ο άνθρωπος που οργάνωνε πρωτοποριακά ταξίδια στην Ελλάδα. Τότε που τα ταξιδιωτικά γραφεία είχαν μόνο Μαγιόρκα και Σεβίλλη, Μπανγκόγκ και τα πιο προηγμένα Μπαλί, εγώ έκανα γκρουπ στην Ινδονησία και την Ακτή Ελεφαντοστού.
Άλλαξα τον ταξιδιωτικό χάρτη της Ελλάδας. Με τα δικά μου ταξίδια και το δικό μου πάθος άνθρωποι της διπλανής πόρτας, συνταξιούχοι είδαν πράγματα και μέρη που δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τα δούνε εάν δεν ξεκινούσα εγώ σαν σημαιοφόρος και να λέω ακολουθήστε με: “Πηγαίνουμε Ουγκάντα, Ρουάντα, Μπουρούντι, Ανατολική Τανζανία, Τουρκάνα. Έχω πατήσει το πόδι μου εδώ και δύο ώρες στην Αθήνα και είμαι στο κομπιούτερ για να δω την Δευτέρα το κονέξιον του Καναδά για τη νήσο Σαμπλ ή για το Λαμπραντόρ».
– Δεν σας κουράζει;
«Καθόλου! Έχει περάσει στο DNA πια. Περνάω πιο πολλές ώρες στα αεροπλάνα παρά στη στεριά».
– Πολλοί από εμάς πάμε διακοπές και μετά από αρκετές μέρες λέμε «μου έχει λείψει το σπίτι μου»…
«Με καμία κυβέρνηση δεν θα το ακούσετε από εμένα αυτό. Βεβαίως γυρνάω γιατί πρέπει να πληρώσω την εφορία, είμαι και διαχειριστής πολυκατοικίας τρομάρα μου».
– Πόσες μέρες δίνετε διορία στον εαυτό σας ότι αντέχετε στην Ελλάδα;
«Το τριήμερο το καταφέρνω».
– Το Γκίνες πώς προέκυψε;
«Χωρίς να το έχω επιδιώξει να γίνω ο πιο ταξιδεμένος άνθρωπος στον κόσμο, είμαι. Αλλά εγώ ταξίδευα και ταξιδεύω πάντα για μένα. Το 2002 κάποια στιγμή είπα να μετρήσω σε πόσες χώρες έχω πάει. Και τις έβγαλα 185. Έμεναν άλλες 10 και είπα “ας τις κάνω ρε παιδί μου. Και για μένα θα είναι μία ικανοποίηση ότι έχω πάει παντού”. Μέσα σε δύο χρόνια, μέχρι το 2004 πήγα σε Σομαλία, Ρουάντα, Μπουρούντι, Λιβερία, Σιέρα Λεόνε… Δεν πάταγε άνθρωπος εκεί πέρα. Εγώ έφυγα από την Λιβερία 36 ώρες πριν μπουν οι αντάρτες και ανατραπεί η κυβέρνηση. Και πέρασα και μία λαχτάρα διότι σταμάτησαν οι πτήσεις και δεν μπορούσα να φύγω. Αλλά κάποια στιγμή ήρθε ένα αεροπλάνο μάζεψε τους τελευταίους μέσα στους οποίους κι εγώ και έφυγα. Οπότε μου έμεναν δύο μακρινές. Η μία ήταν η Σαουδική Αραβία, η οποία δεν έδινε άδεια για τουρισμό, αλλά εκείνη την περίοδο πέρασε μία κρίση και είπε “να κάνουμε ένα πείραμα και να δώσουμε μερικές άδειες” και βρέθηκα στη Σαουδική Αραβία που μου έλειπε από τα μέρη που ήθελα να πάω. Τελευταίο ήταν το Ανατολικό Τιμόρ. Μόλις είχε φρεσκοανακηρυχθεί ανεξάρτητο. Κι έτσι έφτασα 194 χώρες, τόσες ήταν οι χώρες το 2004.
Τότε υπήρχε λήμμα στο Γκίνες “ποιος έχει πάει στα πιο πολλά μέρη”. Μετά όμως οι Αμερικάνοι έβαλαν μέσα πολιτικά κριτήρια και το χαλάσανε και είπαν “όχι να μην υπολογίζετε την Ταιβάν σαν χώρα γιατί δεν είναι αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κλπ αλλά να υπολογίζετε η τάδε χώρα κλπ.”
Κι έτσι το Γκίνες τα “πήρε” και είπε “δεν ξανασχολούμαστε με το κεφάλαιο ταξίδι”. Τώρα μετράνε ποιος έφαγε τη μεγαλύτερη πίτσα» λέει και συνεχίζει:
«Το 2011 χωρίστηκε το Σουδάν στα δύο. Κι έχουμε το κλασικό Σουδάν που ξέρουμε και το νότιο Σουδάν. Τώρα να μην πας; Για την τιμή των όπλων… Πήρα τη βαλίτσα μου και πήγα.
Τώρα έχουμε 2017. Έχουν περάσει 13 χρόνια από τότε που πήγα σε όλες τις χώρες του πλανήτη. Δεν βάζω την παρεμβολή του 2011 γιατί αν αύριο έχουμε μία νέα χώρα θα πάω. Τι κάνει ένας άνθρωπος που έχει δει όλες τις χώρες του κόσμου από το 2004; Σταματάει και γράφει τα απομνημονεύματά του; Εγώ ούτε που σκεφτόμουν να γράψω ένα βιβλίο. Πρόπερσι ήταν τα capital controls που δεν είχα που να πάω γιατί δεν μας άφηναν να αξιοποιήσουμε χρήματα κλπ. Εγώ σηκώθηκα και πήγα στη Ρωσία και με την πιστωτική κάρτα χτένισα όλη τη Ρωσία και είδα πράγματα που δεν είχα ξαναδεί. Τι κάνω λοιπόν τα τελευταία χρόνια; Ξαναταξιδεύω στον κόσμο και πλέον δεν πηγαίνω στις πρωτεύουσες, αλλά πάω σε ένα νησί που συνδέεται με τον έξω κόσμο κάθε 45 μέρες με πλοίο. Πήγα και πέρασα 40 μέρες σε ένα νησί του Ειρηνικού, με φιλοξένησε ο παπάς του χωριού. Άλλη διάσταση ούτε μπάνιο ούτε παραλία».
– Μόνος σας ταξιδεύετε συνήθως;
«Ναι μόνος μου… Συνήθως όπως το λέτε. Δεκατρία χρόνια μετά ξαναανακαλύπτω τον κόσμο κάτω από άλλο πρίσμα. Το 2014 πήγα στο Νότιο Πόλο και ύψωσα τη σημαία. Ωραίο συναίσθημα είναι.
– Ποιο μέρος ξεχωρίζετε και ποιο σας απογοήτευσε;
«Η Ανταρκτική είναι το ωραιότερο μέρος. Δεν χρειάζεται να σκεφτώ πολύ. Η Ανταρκτική είναι το Νο 1 μέρος. Να πάρεις το πλοίο, να αρχίζεις να βλέπεις την ακτογραμμή της Ανταρκτικής, χιλιάδες πιγκουίνους, χιλιάδες φώκιες, θαλασσοπούλια, φάλαινες κλπ αυτό είναι υπερθέαμα. Έχει 46.000 τουρίστες το χρόνο η Ανταρκτική. Στο δεύτερο σκέλος της ερώτησή σας σας απαντώ ότι εγώ δεν βρήκα κανένα ενδιαφέρον στη Ζάμπια. Μου φάνηκε πολύ επίπεδο μέρος. Δεν μου είπε τίποτα».
-Το πρώτο σας ταξίδι το θυμάστε;
«Και βέβαια το θυμάμαι. Έχω 43 διαβατήρια και τα έχω κρατήσει όλα. Το πρώτο μου ταξίδι ήταν στην Βουλγαρία. Ήμουν τότε στη Θεσσαλονίκη κι έκανα βαλκανικές γλώσσες. Τι πιο εύκολο να πας στην Βουλγαρία. Το δεύτερο ταξίδι ήταν στην Κωνσταντινούπολη. Εάν κάποιος με ρωτήσει “θέλω να πάω ένα ωραίο ταξίδι κι έχω αυτό τον προϋπολογισμό και θέλω να γυρίσω με εμπειρίες, πού να πάω;”
Θα του πω το Μαρόκο. Και η Αίγυπτος είναι ωραία, είναι και δίπλα μας. Η Ελλάδα είναι σε ένα καλό μέρος που μπορείς να πας παντού χωρίς να ταξιδεύεις πολλές ώρες. Κι αν δεν είχαμε τους πολέμους θα σας έλεγα άλλα δέκα μέρη. Η Ιορδανία είναι μία άλλη επιλογή και δεν χρειάζεται να καταχρεωθείς. Εάν βάλεις λίγο περισσότερο το χέρι στην τσέπη μπορείς να πας στην Αφρική ή στην Αιθιοπία. Παλιότερα ήταν η Υεμένη αλλά τώρα είναι επικίνδυνα δεν πας».
– Κινδυνέψατε ποτέ;
«Ποτέ δεν βρέθηκα ανάμεσα σε πυρά, δεν κινδύνεψα. Βρέθηκα σε χώρες με ένοπλους στο δρόμο αλλά ποτέ δεν έσκασε σφαίρα δίπλα μου».
– Ποια χώρα έχει το ωραιότερο φαγητό;
«Το Αζερμπαϊτζάν έχει την Νο 1 κουζίνα στον κόσμο. Άγνωστη. Πέρα από το Αζερμπαϊτζάν δεν την ξέρει κανένας. Γιατί είναι η καλύτερη στον κόσμο; Ακολουθεί μία τελετουργία στην διαδικασία του φαγητού ακόμα κι αν πρόκειται για απλά πιάτα. Διαχέονται αρώματα στο στόμα σου. Μιλάμε για γεύσεις που σε πλημμυρίζουν. Τρως μία κουταλιά και λες “τι τρώω ρε παιδί μου;”»
– Οι πιο ωραίες γυναίκες ποιες είναι;
«Για μένα είναι οι Σομαλές. Λεπτόκορμες, λυγερές, με ωραία χαρακτηριστικά και σοκολατί χρώμα. Τι είναι η Ναόμι Κάμπελ, δεν είναι Σομαλή; Βλέπεις γυναίκες στο δρόμο με τις μαντίλες και τα τσεμπέρια και από μέσα κρύβονται καλλονές. Ωραία κορμοστασιά, ωραίες αναλογίες και ωραία πρόσωπα.
Δεύτερες είναι οι Νορβηγίδες και στην ίδια κατηγορία είναι και οι Ρωσίδες. Οι Σομαλοί οι άντρες είναι πιο χύμα, οι Νορβηγοί είναι ωραίες άντρες. Εάν ήμουν γλύπτης και ήθελα να ζωγραφίσω έναν ωραίο άντρα θα ζωγράφιζα έναν Νορβηγό».
– Υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια κάποια χώρα που σας κέρδισε;
«Θα σας μιλήσω ειλικρινά. Επειδή είμαστε άνθρωποι του δυτικού κόσμου, είμαστε όμηροι των αναγκών του δυτικού πολιτισμού. “Α να κάνω αυτό, να μην αργήσω, να μην καθυστερήσω”. Φέτος για πρώτη φορά ένιωσα ότι άφησα ένα μέρος της ψυχής μου πίσω στο νησί Νιουαφόου (Niuafou) στην Τόνγκα. Δεν πήγα για τρεις μέρες όπως πάω συνήθως πήγα για 13 μέρες, βίωσα το χώρο. Συνυπήρξα με τους ανθρώπους, έμεινα στο σπίτι του παπά, πήγα στην εκκλησία σε ένα νησάκι 500 ατόμων γρήγορα σε μαθαίνουν. Ο μόνος ξένος ήμουν. Δεν υπήρχε ούτε ένας άλλος. Όταν έφυγα το μυαλό μου έκανε πολύ καιρό να ξεκολλήσει. Το μυαλό μου πάντα ξαναγυρνάει. Έχω γίνει λίγο ιμπρεσιονιστής στα ταξίδια μου. Εμένα πια στα ταξίδια μου δεν με νοιάζει να δω το αξιοθέατο αλλά να δω τα μάτια των ανθρώπων, να τους χαιρετήσω, να γελάσω, να ταυτιστώ».
– Τι απαντάτε σε αυτούς που λένε ότι θέλεις πολλά λεφτά για να κάνεις ταξίδια;
«Αυτοί δεν είναι ταξιδιωτικοί τύποι. Θέλουν το ωραίο τους ξενοδοχείο, θέλουν να μην κουραστούν, θέλουν ανέσεις. Εμένα πονάνε τα κόκαλά μου αλλά αυτό είναι μάλλον ευχαρίστηση παρά δυσαρέσκεια».