Αυτό το θηρίο, το κτήνος, ένα ύπουλο κάθαρμα που κρύβεται πάντα σε μια γωνιά για να χτυπήσει κρυφά, κατάφερε επί δεκαετίες ολόκληρες να μην τολμά κανείς να αναφέρει το όνομά του.
Γράφει ο Μένιος Σακελλαρόπουλος – thecaller.gr
Όλοι τον έτρεμαν, όλοι έφτυναν τον κόρφο τους όταν κάποιος ψέλλιζε το όνομά του.
Τον έλεγαν με άλλες λέξεις, όχι με το όνομά του. Το «κακό», το «ξορκισμένο», το «επάρατο», χίλια δυο άλλα, όχι όμως το πραγματικό του όνομα.
Αδηφάγος, σκληρός, ένιωθε ανίκητος καθώς κατάπινε πόλεις ολόκληρες σε όλο τον κόσμο. Και κόμπαζε αφού δεν τον έπιανε τίποτα. Μήτε φάρμακο μήτε εμβόλιο.
Κατάφερε, εκμεταλλευόμενος τον φόβο αλλά και τον ανείπωτο πόνο των ανθρώπων, να δημιουργήσει απίθανες δοξασίες. Ότι μολύνει ακόμα και το χώμα, απίθανα πράγματα.
Αλλά με το πέρασμα των χρόνων, οι άνθρωποι όχι μόνο τον κοιτούσαν στα μάτια παλεύοντας μαζί του αλλά ξεστόμιζαν και το όνομά του: καρκίνος.
Ναι, έκλεισε πολλά σπίτια, ρήμαξε οικογένειες, άπλωσε τη σκιά του, ολόμαυρη ράχη.
Και καμιά φορά –καθόλου σπάνιο- έπαιρνε και δυο και τρεις από την ίδια οικογένεια.
Τώρα στέκεται στο ξανά στο κρεβάτι της Φώφης Γεννηματά, τριγυρίζοντας όμως και σε κάμποσα άλλα σπιτικά: της Ελένης και της Μαρίας, του Κώστα, του Φώτη, του Μάριου, της Ελπίδας, ένα σωρό ανθρώπων που παλεύουν καθημερινά.
Φυσικά τους τρομάζει, εξυπακούεται. Φυσικά τους κλέβει τον ύπνο, την ανάσα, γεμίζει την ψυχή τους με τρέμουλο.
Αλλά τώρα αντικρίζει κάτι που δεν έβλεπε παλιότερα: τον κοιτάνε κατάματα.
Η Φώφη το έκανε αυτό χρόνια πριν, γεμάτη δεκαετία, όταν της χτύπησε με δύναμη την πόρτα και εισέβαλε βίαια στο σπίτι της.
Μετά το αρχικό σοκ, του έβγαλε τη γλώσσα, σήκωσε με αυθάδεια απέναντί του τα μανίκια, τον πάλεψε γενναία και τον έδιωξε, μια νίκη θριαμβευτική που γέμισε με ελπίδα πολλούς ανθρώπους.
Κι είχε μιλήσει τόσο γενναία, τόσο δυνατά.
«Όταν ήμουν εγώ 44 ετών, αρρώστησα και μετά από λίγα χρόνια συνέβη και στην αδελφή μου. Αλλά δόξα τω Θεώ, είμαστε εδώ, είναι όλα καλά. Η πρώτη αντίδραση όλων των ανθρώπων είναι: “Γιατί σε μένα;”, κι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Αλλά αν μείνεις σε αυτή την αντίδραση, δεν θα τη βγάλεις καθαρή στο τέλος. Πρέπει να κάνεις το επόμενο βήμα, να φύγεις γρήγορα από αυτή τη λογική. Αν έμενα στο γιατί σε μένα, δεν θα είχα τρία παιδιά και ίσως να μη ζούσα σήμερα»
Τον ήξερε καλά τον αλήτη, από την καλή κι απ’ την ανάποδη. Της είχε διαλύσει το σπίτι, την είχε στοιχειώσει.
Ήταν είκοσι χρονών κορίτσι όταν χτύπησε τη μητέρα της Κάκια Βέργου, που πάλεψε ηρωικά δέκα ολόκληρα χρόνια, φεύγοντας ταλαιπωρημένη μόλις στα 54 χρόνια της.
Μετά από επτά μήνες, στις 25 Απριλίου 1994, ο αλήτης πήρε και τον πατέρα της Γιώργο –στα 55 του-, βυθίζοντάς την σε πένθος που έμοιαζε με βουνό.
Τους ξεκλήρισε ο καρκίνος, τους ξερίζωσε, φύτρωσε μαύρο στις ψυχές τους.
Τώρα παλεύει η ίδια ξανά με το θηρίο, με το ψυχρό ιατρικό ανακοινωθέν του Ευαγγελισμού να ηχεί με ήχο ηλεκτρικό.
«Η Φώφη Γεννηματά νοσηλεύεται με συμπτώματα ατελούς ειλεού, υποτροπή της βασικής της νόσου»
Ναι, θα τον κοιτάξει ξανά στα μάτια, κι όταν συνέλθει από το αρχικό σοκ θα του ξαναβγάλει γλώσσα. Είχε εκπαιδευτεί από μικρή. Κι όπως έλεγε τότε…
«Το 1984, όταν αρρώστησε η μητέρα μου, πολύ δύσκολα μπορούσε να πει κανείς τη λέξη καρκίνος. Είχε καρκίνο στο μαστό. Ήταν ένα στίγμα για όλη την οικογένεια. Ένας από τους λόγους που επέλεξα να μιλήσω στη συνέχεια εγώ ήταν γιατί έπρεπε αυτό το πράγμα να το σπάσουμε. Δεν τελειώνει η ζωή. Δεν σταματάς να είσαι γυναίκα και πρέπει να συνεχίσεις να ζεις»
Αυτή την πάλη που ξεκινάει πάλι από την αρχή, τη χρωστάει στα τρία παιδιά της και τον άντρα της, στη μνήμη των γονιών της, στον ίδιο της τον εαυτό…