Τις ταλαιπωρήσαμε λιγάκι τις μανούλες μας, η αλήθεια να λέγεται. Περάσανε εύκολα το πρώτο επτάμηνο της εγκυμοσύνης τους μέσα στη δροσιά και το ανοιξιάτικο αεράκι μα το τελευταίο δίμηνο τις κάναμε να αγανακτήσουν· απ’ τη ζέστη, απ’ την αδυναμία, απ’ την αγωνία, δεν έχει να κάνει.
Σημασία έχει πως οι συγκεκριμένες μανούλες είχαν μια λαχτάρα παραπάνω να μας κρατήσουν στην αγκαλιά τους γιατί βαρέθηκαν να τους κόβουμε την αναπνοή μέσα στην κουφόβραση.
Ήταν οι μαμάδες εκείνες που κάθιδρες έτρεχαν στα μαιευτήρια με τους επίσης κάθιδρους μπαμπάδες μας και ζαλίζονταν μέσα σ’ εκείνο το χαώδες συνονθύλευμα αγωνίας, καύσωνα και πόνου.
Ώσπου μας κράτησαν στην αγκαλιά τους κι όλα ξαφνικά έβγαλαν νόημα· ήμασταν εκείνα τα βρέφη που γεννήθηκαν με έναν ήλιο πάνω απ’ το κεφάλι τους, προδιαγεγραμμένα να κουβαλάνε για πάντα την εποχή τους στην ψυχή τους, κι όσο αυθαίρετο μοιάζει ένα συμπέρασμα σαν αυτό, άλλο τόσο νόημα βγάζει.
Κάποιες απ’ τις μαμάδες μας δεν άντεχαν καν να σαραντίσουν όπως προστάζει η λαϊκή θυμοσοφία κι ενάντια στα επικριτικά βλέμματα της γειτόνισσας και των γιαγιάδων μας, μας έβαζαν στο καρότσι νεογέννητα πλασματάκια και μας πήγαιναν βόλτες εδώ κι εκεί. Ούτε μικρόβια ούτε τίποτα δε χαμπαριάσαμε.
Δεν υπήρξαμε ποτέ αρρωστιάρικα γιατί ρουφήξαμε ιώδιο και καθαρό αέρα απ’ τις πρώτες μέρες μας στον πλανήτη, μην πω για την ατέλειωτη άμμο που καταβροχθίσαμε μαζί με τους τρυπάτους λουκουμάδες μας. Λογικό που ποτέ δεν τα πήγαμε καλά με την αποστείρωση, δε βρίσκεις;
Ήμασταν τα παιδάκια εκείνα που τα γενέθλιά τους γιορτάζονταν πάντα σε πάρκα, παραλίες κι αυλές, χωρίς μπουφάν και μαμάδες που τσίριζαν υστερικά να βάλουμε ζακέτα. Στα πάρτι μας ποτέ δε μας ένοιαζε αν ήταν Σάββατο, αργία ή καθημερινή μα γιορτάζαμε ξέγνοιαστα και χωρίς να κοιτάζουμε το ρολόι.
Γενέθλια σήμαιναν ξεφάντωμα με νερόφουσκες, κυλίσματα στα γρασίδια και μια αμέτρητη διάθεση για εξάντληση. Ελευθερία και μακαριότητα με λίγα λόγια, αυτό που κάποτε κάναμε κτήμα μας ασυναίσθητα και το διατηρήσαμε μέχρι σήμερα συνειδητά.
Μεγαλώνοντας θρέψαμε μια καρδιά που δε συννεφιάζει κι ένα χαμόγελο ζεστό όπως ο ήλιος του μήνα που γεννηθήκαμε. Ήταν θαρρείς τσιπαρισμένο στο λογισμικό μας να τα παίρνουμε όλα λίγο πιο ελαφρά την καρδία, επειδή η ημερομηνία γέννησής μας συνέπεσε με την εποχή του παγωτού, του παγωμένου καρπουζιού και των μπουγέλων· και ποιος άνθρωπος μοιάζει να πνίγεται απ’ τα προβλήματα όταν είναι μαυρισμένος και ξεθεωμένος απ’ τη γλυκιά ντάγκλα που προκαλεί ο μεσημεριανός ήλιος;
Είμαστε εκείνα τα παιδιά που γεννήθηκαν την εποχή που άνθρωπος και φύση έρχονται λίγο πιο κοντά· που γεννηθήκαμε για να περπατάμε ξυπόλυτοι σε αμμουδερές παραλίες κι αυλές, να ξαπλώνουμε στην καυτή άμμο, να κολυμπάμε σε δροσερά νερά και να βουτάμε στα βαθιά χωρίς να το πολυσκεφτόμαστε.
Είμαστε εμείς που κρατήσαμε αυτή τη φυσικότητα στην ψυχή μας και διώξαμε ασυναίσθητα καθετί κρύο από μέσα μας, γεννημένοι σε μια χώρα που ο χειμώνας απείχε τουλάχιστον ένα τρίμηνο απ’ τα γενέθλιά μας.
Μεγαλώσαμε και δεν αντιληφθήκαμε στιγμή τι θα πει ησυχία μα συνεχίσαμε να γελάμε σαν παιδιά στη θέα φουσκωτών κροκόδειλων και πολύχρωμων παγωτών καθώς είχαμε ένα λόγο παραπάνω όλες αυτές οι φαντεζί λεπτομέρειες να μας θυμίζουν εκείνα τα εξαντλημένα απογεύματα που οι μαμάδες μας ούρλιαζαν να βάλουμε αντηλιακό γιατί ο ήλιος καίει ακόμα κι όταν κρύβεται. Τότε που σαν γνήσια παιδιά της ανεμελιάς προτιμούσαμε να περάσουμε το βράδυ πασαλειμμένα με γιαούρτι παρά να αφήσουμε για λίγο το παιχνίδι με τους καινούριους μας φίλους.
Έτσι μάθαμε να ζούμε από γεννησιμιού μας· να παθαίνουμε για να μαθαίνουμε, να το σκάμε από παράθυρα για να συναντήσουμε τον έρωτά μας που μας περίμενε στη γωνία για να πάμε βόλτα με τη μηχανή, να λερώνουμε τα ρούχα μας με παγωτό σοκολάτα και να ταξιδεύουμε, νοερά ή μη, με κάθε πιθανή ευκαιρία.
Έτσι ζούμε μέχρι τέλους, έχοντας την έμφυτη γνώση πως οι καλοκαιρινές μπόρες δε μοιάζουν τόσο τρομακτικές όσο εκείνες του χειμώνα μα σε προσκαλούνε να τις περπατήσεις χωρίς να φοβάσαι μήπως σε αρρωστήσουν. Κι ας μετράει ο κόσμος το χρόνο του σε μήνες, μέρες κι ώρες· εμείς θα συνεχίσουμε να τον αριθμούμε σε μπάνια, παγωτά και μεθύσια.
Φρόσω Μαγκαφοπούλου – pillowfights.gr