Μια μέρα ετοιμαζόμουν για την δουλειά μου, όπως συνήθως, και ρώτησα την γυναίκα μου:
“Που είναι το μπλε το πουκάμισα, που αγόρασα;”
“Εκεί.”
“Δηλαδή, που;”
“Στο δωμάτιο.”
“Σε ποιο δωμάτιο, στο σαλόνι ή στο υπνοδωμάτιο;”
“Στο υπνοδωμάτιο.”
Πήγα στο υπνοδωμάτιο και άνοιξα την ντουλάπα. Πουθενά το πουκάμισο. Τότε της φώναξα:
“Δεν είναι εδώ.”
“Εκεί είναι.”
“Αλήθεια δεν είναι εδώ..”
“Ψάξε στην ντουλάπα.”
“Εκεί ψάχνω και δεν το βρίσκω.”
“Κοίτα λίγο πιο προσεχτικά.”
“Σου λέω δεν είναι εδώ.”
Τότε άκουσα τα βήματα της γυναίκας μου να πλησιάζουν. Ξέρετε εκείνο τον σχεδόν τρομακτικό ήχο, λίγο πριν σου αποδείξει ο άλλος, ότι έκανες λάθος.
Μπήκε στο δωμάτιο, πήγε ντουλάπα και χωρίς καν να κοιτάξει, έβαλε το χέρι της ανάμεσα στις κρεμάστρες και βρήκε το πουκάμισο.
Με κοίταξε στα μάτια και τα μάτια της έλεγαν όλα αυτά που ήθελα να μου πει με λόγια και δεν θα ήθελα με τίποτα να ακούσω. Μετά έφυγε από το δωμάτιο.
Καθόμουν και κοίταζα την ντουλάπα και σκεφτόμουν: “Μισώ την ντουλάπα, όπως μισώ και το ψυγείο.”