Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2024
αληθινές ιστορίες"Με λένε Έφη και με μεγάλωσε ο πατέρας μου"

“Με λένε Έφη και με μεγάλωσε ο πατέρας μου”

Καλησπέρα σας και χίλια μπράβο στη σελίδα σας. Τη διαβάζω με ενδιαφέρον και πολλές φορές με στενοχώρια γιατί πράγματι οι περισσότεροι μπαμπάδες είναι αδιάφοροι. Εγώ σήμερα θα σας μιλήσω για τον δικό μου μπαμπά που είναι η εξαίρεση. Είναι αυτός που με μεγάλωσε που αφιέρωσε όλη του τη ζωή για να με κάνει ολόκληρη κοπέλα και που λίγες εβδομάδες μετά τον γάμο μου, έφυγε από τη ζωή.

Τη μητέρα μου δεν τη θυμάμαι καλά. Θυμάμαι μόνο πόσο στενοχωρημένος ήταν ο πατέρας μου, όταν μας εγκατέλειψε. Ήμουν 5 χρονών τότε και είχε γίνει σούσουρο στη γειτονιά, ο πατέρας μου έκανε ένα μήνα να  βγεί από το σπίτι.

Ερχόντουσαν οι αδερφές του, μας έφερναν φαγητό και μας φρόντιζαν και ύστερα κλείνονταν στο σαλόνι και μιλούσαν για την «καταραμένη σα δε ντρέπεται, μάνα είναι αυτή που αφήνει το παιδί της;». Είναι ασυνήθιστο και εξωφρενικό να αφήνει μια μητέρα το παιδί της και το καταλαβαίνω σήμερα που είμαι κι εγώ μητέρα. Ο καλός μου ο μπαμπάς όμως ό,τι κι αν έλεγαν οι αδερφές του, ό,τι κι αν έλεγε ο κόσμος, με όσο οίκτο κι αν τον κοιτούσαν δεν μίλησε ποτέ άσχημα για τη μητέρα μου. Ποτέ.

Κι έγινα όλος του ο κόσμος. Εκείνος με πήγε πρώτη φορά σχολείο και για μια εβδομάδα καθόταν στο προαύλιο από την αρχή μέχρι το τέλος του μαθήματος, για να μην νιώσω μόνη. Εκείνος πήγε σε παιδοψυχολόγο κρυφά από τους φίλους και τους συγγενείς και ρωτούσε πώς να μου φερθεί και τι να κάνει, σε μια εποχή που οι ψυχολόγοι ήταν λίγοι και όποιος πήγαινε θεωρούνταν τρελός.

Εκείνος με έμαθε να γράφω και να διαβάζω, εκείνος μου σκούπισε τα δάκρυα όλα τα βράδια που ζητούσα τη μητέρα μου, εκείνος κοιμήθηκε στο προσκεφάλι μου όταν ψηνόμουν από τον πυρετό, εκείνος με έτρεξε στο Παίδων όταν με χτύπησε αυτοκίνητο, εκείνος ρωτούσε τους δασκάλους και έπαιρνε τους βαθμούς μου.

Σ’ εκείνον έτρεξα όταν μου ήρθε περίοδος και ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσα να λέει «Δεν είναι εδώ και η μητέρα σου, τι να σου πω εγώ» και έβαλε την αδερφή του να μου μιλήσει για το σεξ γιατί ντρεπόταν. Γιατί ήμουν πάντα το μικρό του κοριτσάκι.

Κι όταν πήγα στο Γυμνάσιο κι ύστερα στο Λύκειο έκανε δυο δουλειές για να μαζέψει λεφτά για τις σπουδές μου. Κι όταν έδωσα Πανελλήνιες και πέρασα στη Θεσσαλονίκη, εκείνος έτρεχε πίσω από το τρένο μέχρι και το τελευταίο λεπτό που μπορούσε να με δεί από το παράθυρο και φώναζε «Πάρε με τηλέφωνο, μην με ξεχάσεις».

Εκείνος με έπαιρνε κάθε βράδυ και με ρωτούσε αν είμαι καλά και πώς ήταν η μέρα μου. Εκείνος μου έκανε αστεία και με ρωτούσε αν γνώρισα κανέναν και «μην τυχόν γυρίσεις έγκυος κακομοίρα μου εγώ τρίτη δουλειά δεν πιάνω». Εκείνος μου έστελνε χρήματα και κάθε μέρα μου έλεγε να παραιτηθώ από τη καφετέρια που πήγαινα τα απογεύματα, γιατί δεν χρειαζόταν να δουλεύω είχαμε λεφτά έλεγε κι ας είχε 5 χρόνια να αγοράσει παντελόνι. Ο καλός μου ο μπαμπάς.

Για τη μητέρα μου δεν ρώτησα ποτέ. Δεν τη μισούσα γιατί ένιωθα πως δεν τη γνώρισα. Πώς να μισήσεις κάποιον που δεν γνωρίζεις; Έβλεπα όμως τον πατέρα μου, κάτι Σαββατόβραδα να πίνει ένα ποτηράκι και να σκέφτεται.

Και δεν ήμουν στο μυαλό του αλλά ήξερα ότι σκεφτόταν εκείνη. Εγώ στη θέση του θα ούρλιαζα, θα έβριζα, θα καταριόμουν, θα τα έσπαγα όλα. Αλλά εκείνος έκλαιγε βουβά, έκλαιγε μέσα του για να μπορεί να μεγαλώσει εμένα. Για να μην κλαίω εγώ.

Έφτασα 30 γνώρισα τον άντρα μου παντρεύτηκα. Ο πατέρας μου, 25 χρόνια μόνος, χωρίς σύντροφο και φίλους, είχε αφιερώσει σε μένα όλη του τη ζωή.

Την ημέρα του γάμου μου δεν σταμάτησε να κλαίει και τον πρώτο χορό του ζευγαριού, ο άντρας μου τον παραχώρησε στον πατέρα μου γιατί ,όπως του είπε, εκείνος τον άξιζε περισσότερο απ’ όλους τους άντρες της ζωής μου. Κι έτσι τον πρώτο μου χορό σαν νύφη, τον χόρεψα μαζί του και έκλαιγε στην αγκαλιά μου σαν μικρό παιδί.

Ένα μήνα μετά πέθανε από ανακοπή. Λες και μόλις μεγάλωσα και έφυγα για να κάνω τη δική μου οικογένεια, ο σκοπός της ζωής του είχε τελειώσει. Μπαμπά μου θέλω να σου πω πόσο σε ευχαριστώ και πόσο δεν σου άξιζε-εσύ ένας τέτοιος άνθρωπος- να μείνεις μόνος στη ζωή.

Πόσο σε ευγνωμονώ και πόσο σ’ αγαπώ που στάθηκες δίπλα μου, πιο μπαμπάς απ’ τους μπαμπάδες. Δεν μπορώ να σε φέρω πίσω, και δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να μεγαλώσω το δικό μου παιδί όπως μεγάλωσες εσύ εμένα. Μπορώ όμως να σου υποσχεθώ ότι θα κάνω τα πάντα για να μην γίνω η μητέρα μου. Γιατί ξέρω πόσο πληγώθηκες κι ας μην το είπες ποτέ…

Το συννΕΦάκι σου (έτσι όπως με έλεγες…)

Το άρθρο αυτό αναρτήθηκε στο φόρουμ του singleparent.gr

Τα πιο σημαντικά