Στα 14, η Ρόσα Σανίνα περπάτησε 200 χιλιόμετρα μέσα στην παγωμένη ρωσική τάιγκα, για να φτάσει στον κοντινότερο σιδηροδρομικό σταθμό, που θα τη μετέφερε στην πόλη Arkhangelsk.
Είχε πάρει την απόφασή της, παρά τις εντολές των γονιών της, που της το είχαν απαγορεύσει ρητά.
Η Σανίνα ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει τις σπουδές της και αυτό δεν μπορούσε να γίνει στο απομακρυσμένο χωριό της.
Άλλωστε, δεν ήταν η πρώτη φορά που χρειάστηκε να διανύσει τεράστιες αποστάσεις για να μορφωθεί, αφού καθημερινά περπατούσε 13 χιλιόμετρα για να πάει στο σχολείο και μετά να επιστρέψει σπίτι της.
Συνέχισε τις σπουδές της, ενώ παράλληλα άρχισε να δουλεύει ως νηπιαγωγός.
Όταν αποφοίτησε, μετά από πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς, οι προσπάθειες της δεν μπορούσαν να επιβραβευτούν. Είχε ξεκινήσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και η εισβολή των Γερμανών στη χώρα της.
Ρόζα Σανίνα
Η Σανίνα έχασε τρεις αδερφούς στον πόλεμο και έζησε τον βομβαρδισμό της Arkhangelsk από τα γερμανικά αεροσκάφη. Όταν ανακοινώθηκε ότι ο σοβιετικός στρατός θα δεχόταν και γυναίκες στρατιώτες, η Σανίνα έσπευσε να καταταχτεί.
Ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της και οι επιδόσεις της ήταν τέτοιες που οι ανώτεροί της, την όρισαν αρχηγό διμοιρίας. Η ειδικότητά της ήταν «ελεύθερος σκοπευτής». Σκότωσε τον πρώτο εχθρό στις 5 Απριλίου του 1944. Στο ημερολόγιό της έγραψε, ότι τα πόδια της λύγισαν όταν συνειδητοποίησε ότι ο άντρας ήταν νεκρός.
Οι συμπολεμίστριές της τη διαβεβαίωσαν ότι έκανε το καθήκον της. Μέσα σε ένα μήνα, είχε σκοτώσει άλλους 16 και παρασημοφορήθηκε για τη δράση της. Η Σανίνα δεν ήταν η μοναδική σκοπεύτρια που ξεχώρισε.
Οι σοβιετικοί ήταν πρόθυμοι να στείλουν γυναίκες στο μέτωπο, γιατί πίστευαν ότι διέθεταν υπομονή και μπορούσαν να αντέξουν τις κακουχίες καλύτερα από τους άντρες.
Πράγματι, αποδείχτηκε ότι η προσφορά τους ήταν σημαντική.
Από το 1941 έως το 1944, πολέμησαν 2.484 σκοπεύτριες, οι οποίες εξολόθρευσαν περισσότερους από 11.280 εχθρούς. Όμως, παρά τα εντυπωσιακά κατορθώματα τους, ο σοβιετικός στρατός δεν ήταν το ίδιο πρόθυμος να τις βάλει στην πρώτη γραμμή πυρός.
Τον Ιούνιο του 1944, δόθηκε εντολή να αποχωρήσουν οι γυναίκες από το μέτωπο.
Η Σανίνα ζήτησε επανειλημμένα άδεια για να συνεχίσει να πολεμά στην πρώτη γραμμή, αλλά έλαβε αρνητική απάντηση. Τελικά αγνόησε τους ανώτερούς της και παράκουσε τις εντολές τους, πολεμώντας στο πλευρό των αντρών.
Στο ημερολόγιό της έγραψε, ότι πλέον μπορούσε να σκοτώσει χωρίς ενδοιασμό και λειτουργούσε με ψυχρή λογική. Περίμενε πάντα την κατάλληλη στιγμή για να πυροβολήσει, δεν αστοχούσε σχεδόν ποτέ και ήταν διατεθειμένη να υποστεί τρομαχτικές κακουχίες, για να σιγουρευτεί ότι θα πετύχαινε τον εχθρό.
Υπήρχαν στιγμές που φοβόταν, όπως ομολόγησε στα κείμενά της, αλλά κάτι μέσα της την ωθούσε προς τον κίνδυνο. Ρώσικες και καναδέζικες εφημερίδες έγραφαν συχνά για την ατρόμητη σκοπεύτρια που έσπερνε τον τρόμο στην ανατολική Πρωσία, αλλά η ίδια αντιμετώπιζε τα δημοσιεύματα με μετριοφροσύνη.
Έγραφε: «Τι έχω κάνει; Τίποτα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Σοβιετικό, που υπερασπίζεται την πατρίδα. Η δική μου ευτυχία είναι να πολεμώ για την ευτυχία των άλλων. Τι περίεργο που η λέξη ευτυχία δεν έχει πληθυντικό. Είναι αντίθετο απ’ το νόημά της. Αν είναι αναγκαίο να πεθάνω για το κοινό καλό, είμαι έτοιμη να το κάνω».
Τον Ιανουάριο του 1945, η Σανίνα έγραψε σε επιστολή της, ότι φοβόταν πως τα τέλος πλησίαζε. Η διμοιρία της αποτελούνταν από 78 άτομα και είχαν σκοτωθεί οι 72.
Στις 27 Ιανουαρίου, τραυματίστηκε σοβαρά, καθώς προφύλασσε έναν πληγωμένο αξιωματικό.
Οι σφαίρες την πέτυχαν στο στήθος και στο στομάχι. Όταν την εντόπισαν οι σοβιετικοί, ήταν ετοιμοθάνατη.
Παρά τις προσπάθειες των γιατρών να την επαναφέρουν, η Σανίνα ξεψύχησε την επόμενη μέρα, στις 28 Ιανουαρίου. Ήταν μόλις 20 ετών και στη σύντομη θητεία της, είχε 54 επιβεβαιωμένους θανάτους.
Τιμήθηκε μετά θάνατον, έλαβε βραβεία και παράσημα, αλλά δεν είδε ποτέ το τέλος του πολέμου, ούτε έγινε διευθύντρια ορφανοτροφείου, όπως ονειρευόταν. Ο αδερφός της, Μαράτ, έγραψε, ότι όταν η μητέρα τους έλαβε την ειδοποίηση του θανάτου της, δεν έκλαψε καθόλου. Απλώς επανέλαβε: «Αυτό ήταν όλο, αυτό ήταν όλο».