Γράφει, ο Γιάννης Μπρίγκος.
«Πώς είναι η ζωή εκεί ? Πώς τα καταφέρνεις ? Εγώ δε θα το τολμούσα ποτέ. Μα καλά κατάφερες να αφήσεις την Ελλάδα ?». Αυτές είναι μόνο μερικές από τις χιλιοειπωμένες φράσεις που έχω ακούσει από Έλληνες φίλους, γνωστούς και μη, όταν πληροφορούνται για τη διαμονή μου στην αυστριακή πρωτεύουσα.
Είμαι κι εγώ ένας από τους πολλούς νέους που τα τελευταία κυρίως χρόνια, αποφάσισαν να αναζητήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό, για ένα καλύτερο μέλλον (είτε λόγω άστοχων προσωπικών επιλογών, είτε γιατί το ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης δημιουργεί νέους παρείσακτους που τους στέλνει σε μιας μορφής αυτοεξορία, είτε λόγω της δεινής οικονομικής και μη κατάστασης της χώρας μας, είτε, είτε, είτε…).
Ο δεύτερος χρόνος παραμονής μου στο εξωτερικό, με βοήθησε να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά, να σκεφτώ πιο ορθολογικά και να αναπτύξω μια καλύτερη κριτική ματιά για τα πεπραγμένα των δύο τελευταίων χρόνων.
Εκ των πραγμάτων η φυγή στο εξωτερικό και η αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, είτε σε εκπαιδευτικό, είτε σε επαγγελματικό επίπεδο δεν είναι σχεδόν ποτέ εύκολη. Τα εμπόδια που δημιουργούνται είναι αρκετά, το βάρος συχνά δυσβάσταχτο , μα τίποτα δεν είναι αξεπέραστο. Ως γνωστόν αρκεί να υπάρχει θέληση, και πολλά (όχι όλα) μπορούν να επιτευχθούν.
Στο δια ταύτα όμως, η απόφασή μου ήταν ξεκάθαρα απόφαση για τη διαμόρφωση μιας καλύτερης και ποιοτικότερης ζωής. Από τολμηρός και γενναίος, έως και δειλός και φυγόπονος μπορεί να χαρακτηριστεί από τους συμπατριώτες μας, κάποιος που επιλέγει το δρόμο της ξενιτιάς.
Εγώ θέλω να πιστεύω πως όλοι οι Έλληνες που έφυγαν, φεύγουν και θα συνεχίσουν να φεύγουν για το εξωτερικό ανήκουν στην πρώτη κατηγορία.
Η προσαρμογή από την αρχή ήταν δύσκολη. Διαφορετικό περιβάλλον, διαφορετικό κλίμα ( η κεντρική Ευρώπη βλέπετε, αναζητά τον ήλιο με τα κυάλια για σχεδόν 10 μήνες το χρόνο ), τελείως διαφορετικοί άνθρωποι.
Τα βλέμματα καχυποψίας των Αυστριακών εν προκειμένω, ήταν και είναι αρκετές φορές πολλά. Δεν τους κατηγορώ βέβαια, με τόσα που ακούν και βλέπουν από τα ΜΜΕ, με την (κυρίως αρνητική) προπαγάνδα προς τη χώρα μας, δεν μένει και πολύς χώρος για να αναπτύξουν τη δική τους γνώμη.
Οι κατηγορίες γνωστές «Οι τεμπέληδες Έλληνες, μας παίρνουν τα λεφτά μας, δειλοί, αναίσθητοι» κλπ κλπ χιλιοειπωμένα. Οφείλω να δηλώσω όμως πως μέχρι στιγμής ρατσισμό δεν έχω βιώσει.
Είναι ανεκτικοί ως άνθρωποι οι Κεντροευρωπαίοι, σε σημείο που στην Ελλάδα δεν μπορούμε οι περισσότεροι να το αντιληφθούμε, καθώς ξυπνάει μέσα μας το ένστινκτο του Ελληνάρα, μια διασταύρωση των Homo Neandarthalensis και των Βησιγότθων (γιατί περηφανευόμαστε τόσο πολύ για την καταγωγή μας, αλλά ο ρατσισμός μας είναι έκδηλος παντού).
Η παραπληροφόρηση των ανθρώπων εδώ βέβαια, φτάνει ορισμένες φορές σε σημείο παράνοιας. Για να εξηγήσω, θα σας παρουσιάσω μια μικρή αληθινή συζήτηση γνωστής μου που θα στείλει τα παιδιά της στην Ελλάδα το καλοκαίρι για 2 μήνες σε συγγενείς και την εξωφρενική –κατ’ εμέ- ερώτηση μιας Αυστριακής κυρίας.
«- Τον Ιούλιο θα φύγουν τα παιδιά για 2 μήνες στην Ελλάδα, για διακοπές»
«- Μα πώς θα γίνει αυτό ? Θα τους δώσεις και τρόφιμα να πάρουν μαζί ? Τι θα τρώνε ?»
Ναι για εκείνους είμαστε οι παρίες της Ευρώπης, οι υπάνθρωποι, όταν μας βλέπουν εκ του ασφαλούς από 2000 χλμ μακριά.
Όταν μας γνωρίζουν όμως βλέπουν ποιο είναι το ποιόν μας. Το χαμόγελό μας, τους παραξενεύει, αλλά τους κάνει κι εκείνους χαρούμενους, και προσπαθούμε να τους εξηγήσουμε ποιοι πραγματικά είμαστε, όχι τα ψηφιακά κατασκευάσματα που βλέπουν κάθε μέρα στην τηλεόραση και στις εφημερίδες, αλλά άνθρωποι πρόσχαροι, με ενέργεια, με θέληση για μεγάλη προσπάθεια.
Η ζωή είναι τελείως διαφορετική, σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις της, σε σχέση με την Ελλάδα. Ναι είναι πιο ακριβή, στη διαμονή, στη διατροφή, στη διασκέδαση, σχεδόν παντού. Είναι όμως και ποιοτικότερη, με υψηλές αξίες και παροχές, δομημένη για μια ζωή με στέρεες βάσεις και ασφάλεια , με σεβασμό πάνω απ’ όλα από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο, το περιβάλλον, τα ζώα.
Πράγματι ετούτοι οι άνθρωποι δε διαθέτουν το δικό μας ιστορικό υπόβαθρο, δεν έχουν να υπερηφανευτούν για τα αρχαία μνημεία τους, δεν είναι προικισμένοι με εικόνες αιώνων και χιλιετιών. Έχουν όμως αξίες διαφορετικές, ανθρωπιστικές και πολιτιστικές, που δυστυχώς στην εποχή μας πολλοί από εμάς αγνοούμε ή επιλέγουμε να αγνοήσουμε.
Η νοσταλγία για την πατρίδα μου, είναι και θα παραμείνει μεγάλη και αξεπέραστη. Πάντα θα με τραβά κοντά της, πάντα θα νιώθω την παρουσία της Ελλάδας δίπλα μου, στις φλέβες μου. Δε θα την ξεχάσω ποτέ, όχι μόνο εγώ αλλά και όλοι οι εκπατρισμένοι.
Θα την επισκέπτομαι, και θα την αγαπώ με όλη μου την ψυχή, με όλο μου το είναι. Το μέλλον μου όμως δεν είναι συνυφασμένο με εκείνη. Δίνει τον αγώνα της, οφείλουμε όμως κι εμείς να δώσουμε το δικό μας.
Όσο κι αν με λυπεί η απουσία μου, εγώ θα είμαι πάντα εδώ για εκείνη και όλους τους συμπατριώτες μου, όποτε και όπως με χρειαστεί. Ακόμα κι όμως αν επιλέξει να με εξορίσει μια και καλή, δε θα της κρατήσω κακία.
Γιατί έχουμε μάθει να συγχωρούμε και να αγαπάμε βαθιά σα λαός. Κι αυτό πιστεύω είναι η κινητήρια δύναμη που μας κρατά ζωντανούς ψυχικά και σωματικά, τόσο εμάς που είμαστε μακριά, όσο κι εκείνους που δίνουν τον αγώνα τους στην πάντα περήφανη Ελλάδα.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο neopolis.gr