Το κορίτσι, που παντρεύτηκε ο άντρας μου, έλαμπε γεμάτο σιγουριά, ότι ήταν απόλυτα και βαθιά αγαπημένοι οι δυο τους. Ήξεραν ότι ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Ήταν προφανές κάθε φορά, που ο άντρας μου την κοίταζε.
Να ξέρεις, τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία. Κρεμόταν από κάθε λέξη του – το ίδιο και αυτός. Πάντα αγγίζονταν, γέλαγαν με τα δικά τους αστεία, ενθάρρυναν ο ένας τον άλλον.
Όταν ερχόταν σπίτι από τη δουλειά, άφηνε τα πάντα, για να τον υποδεχτεί με ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα “Πώς ήταν η μέρα σου;”. Όχι, γιατί ήταν καμία χαρωπή νοικοκυρούλα αλλά επειδή της έλειπε και ήθελε πραγματικά να ακούσει οτιδήποτε είχε σχέση με εκείνον.
Λουζόταν με τα αγαπημένα της αρώματα, έτσι ώστε να μπει στον πειρασμό να κολλήσει το πρόσωπό του στα μαλλιά της, να φιλήσει το λαιμό της, να χαϊδέψει το πρόσωπό της και να τη μυρίσει. Φορούσε χαριτωμένα μπλουζάκια και σφιχτά τζιν, που ανυπομονούσε να της τα βγάλει.
Παντρεύτηκαν, πριν εφευρεθούν τα κινητά και τα laptop. Κάθε φορά, που μιλούσαν, ο άλλος άκουγε με προσοχή. Επικεντρώθηκαν εντελώς ο ένας στον άλλο, κοιτάζοντας ο ένας βαθιά στα μάτια του άλλου και μοιράζονταν τις ελπίδες, τα όνειρα, τις ανησυχίες και την αγάπη τους.
Η αγάπη τους φαινόταν ικανή να αντέξει τα πάντα.
34 χρόνια μετά….
Ο άντρας μου δεν είναι πλέον παντρεμένος με αυτό το κορίτσι.
Η γυναίκα, με την οποία είναι παντρεμένος τώρα δεν έχει αυτή την αθωότητα, ούτε την ανεμελιά εκείνου του κοριτσιού. Η ζωή την έχει σκληρύνει, η τεχνολογία την έχει αποσπάσει, ο γάμος την έχει κουράσει.
Αυτή η γυναίκα σήμερα, είμαι εγώ. Εκείνο το κορίτσι τότε, ήμουν πάλι εγώ.
“Έχεις αλλάξει”, λέει ο άντρας μου. Και έχει δίκιο.
Δεν είμαι σίγουρη, αν φταίνε οι ορμόνες ή η κατάσταση του κόσμου, αλλά δεν είμαι πια εκείνο το κορίτσι. Δεν κρέμομαι πια από κάθε του λέξη, γιατί τώρα πια που δουλεύει από το σπίτι, είμαστε μαζί συνέχεια και, λυπάμαι, αλλά έτσι είναι, χωρίς πολλά λόγια. Είμαι πιο απασχολημένη από ποτέ με τη δική μου δουλειά και παραδέχομαι, ότι περνάω περισσότερο χρόνο με τον υπολογιστή μου, παρά με τον άντρα μου.
Όλο αυτό το καθισιό με έχει κάνει να πάρω βάρος και είναι πιο πιθανό να τραβήξω μακριά το χέρι του από τους παραφουσκωμένους μου γλουτούς, παρά να τον αφήσω να τους πιάσει. Νομίζω δε, ότι είναι θαύμα, αν βρω χρόνο να κάνω έστω ένα μπάνιο, συνήθως με ό,τι περιέχει το μπουκαλάκι του ξενοδοχείου, που έφερα στο σπίτι από το τελευταίο ταξίδι με τη δουλειά μου.
Αφού πέθανε το τελευταίο μας σκυλάκι, ο σύζυγός μου είπε στα αστεία: “Λοιπόν, τώρα πήγα τρίτος στη λίστα”. Με δύο παιδιά και δύο σκυλιά, ήμουν μονίμως απασχολημένη και εκείνος ένιωθε εντελώς απ’ έξω. Δεν είχα χρόνο για τίποτε άλλο.
Είναι πολύ εύκολο να μπεις σε μια ρουτίνα, οποιαδήποτε ρουτίνα, όταν είσαι παντρεμένη για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Και είναι εύκολο να δικαιολογηθεί αυτή η ρουτίνα γιατί ποιά σχέση μπορεί να διατηρήσει το ίδιο επίπεδο πάθους, με το οποίο αρχίζει;
Πλέον, όταν φιλάμε ο ένας τον άλλο στα χείλη ή ψάχνουμε στο Facebook το σκορ του Ολυμπιακού, μοιάζουμε σαν ένα κλασικό, παλιό παντρεμένο ζευγάρι. Αλλά είμαι σίγουρη, ότι αυτό δεν είναι το είδος του παλιού παντρεμένου ζευγαριού, που θέλουμε να είμαστε.
Θέλω να γελάμε μαζί, όπως κάποτε, να πετάξουμε τα τηλέφωνά μας, όταν μιλάμε ο ένας στον άλλο, να θυμηθούμε, γιατί ερωτευτήκαμε. Θέλω να δούμε ο ένας τον άλλον γυμνό σε ένα δωμάτιο και να νιώσουμε ξανά, ότι καιγόμαστε. Ή έστω εκείνη τη ζεστασιά. Θέλω να αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο να κάνουμε ταξίδια μαζί, από το να συζητάμε για τους λογαριασμούς. Θέλω να σταματήσουμε να θεωρούμε ο ένας τον άλλον δεδομένο και να καταλάβουμε, τί δώρο είναι ο γάμος μας.
Ξέρω ότι εκείνος, αυτό θέλει. Βέβαια, έχει αλλάξει, αλλά βλέπω, τί συμβαίνει, όταν καταβάλλω λίγη προσπάθεια. Προσπαθεί και αυτός, δεν μπορώ να πω. Αυτό είναι μάλλον, το μόνο, που χρειάζεται.
Καιρός για αλλαγή. Πάω να πετάξω μακριά τον υπολογιστή, να αλλάξω εσώρουχα, να αγοράσω ένα καλό σαμπουάν και να ζητήσω από τον άντρα μου να μου πει για τη μέρα του.
Πάω να βάλω το τηλέφωνο σε άλλο δωμάτιο και να ακούσω, τί έχει να μου πει. Να κρατήσω το χέρι του και να του υπενθυμίσω, ότι είμαι εγώ κάτω από αυτό το μανδύα. Της μεγαλύτερης ηλικίας και της μητρότητας. Πάω να του πω, ότι τον αγαπώ και θα τον κοιτάζω μέχρι να δω τη λάμψη στα μάτια του, αυτή που του προκαλούσε εκείνο το 22χρονο κορίτσι.
Γιατί θέλω να είμαι και πάλι αυτό το κορίτσι.
Πάλι.