Το πιο δύσκολο πράγμα που έκανα ποτέ στη ζωή μου ήταν να χάσω τον άντρα μου στα 40 του μόλις χρόνια και το δεύτερο πιο δύσκολο ήταν να ξεκινήσω μία νέα σχέση μετά το θάνατό του (ίσως το τρίτο πιο δύσκολο γιατί το δεύτερο πιο δύσκολο ήταν να μεγαλώσω μόνη μου τα δύο παιδιά μου που τους έλειπε ο μπαμπάς τους), αλλά τα κατάφερα. Για τους δικούς μου λόγους που δεν θα αναλύσω τώρα αποφάσισα να μην αφήσω το πένθος να μπει στις σχέσεις που έκανα μετά το θάνατό του.
Το να είσαι 39 χρονών και να προσπαθείς να μπεις ξανά στο «χορό» των νέων σχέσεων είναι εξαιρετικά δύσκολο. Υπάρχουν εμπόδια και δυσκολίες που δεν υπήρχαν τότε όταν ήμουν 20 χρονών. Πλέον υπήρχαν στη μέση παιδιά, ευθύνες, υποχρεώσεις. Στην ηλικία που είμαι οι άνθρωποι έχουν έγνοιες, σκοτούρες και σε καμία περίπτωση την ανεμελιά που είχαν κάποτε. Κουβαλούν «αποσκευές» που κάποτε δεν υπήρχαν.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι ήμουν 39 χρονών αλλά ότι ήμουν χήρα και μονογονέας με δύο μικρά παιδιά. Είχα τόσα πολλά στο μυαλό μου. Οι ενοχές «ανακατεύονταν» με την ελπίδα. Έφτιαχνα καινούργιες αναμνήσεις πάνω στις παλιές που «έπαιζαν» στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Δεν υπήρξε ούτε ένα ραντεβού που να μην νιώθω αισιόδοξη από τη μία και τύψεις από την άλλη. Υπάρχουν συναισθήματα που στην αρχή είναι αδύνατο να κατανοήσουμε και εμπόδια που μας φαίνονται ανυπέρβλητα αλλά δεν είναι. Κάνουμε συζητήσεις που μας φέρνουν σε δύσκολη θέση και υπάρχει θλίψη, πολλή θλίψη σε κάθε βήμα.
Στο πρώτο ραντεβού μετά το θάνατο του άντρα μου βγήκα με έναν άντρα, ο οποίος στη νοοτροπία και στη συμπεριφορά ήταν 20 χρόνια μεγαλύτερος από την ηλικία του. Όταν παντρεύτηκα ήμουν σίγουρη ότι είχα τελειώσει με πρώτα ραντεβού και τέτοια. Αυτή η σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό μου όση ώρα ήμασταν μαζί και ένιωσα ακόμα πιο περίεργα.
Την πρώτη φορά που πήγα στο εστιατόριο που πήγαινα με τον άντρα μου κόντεψα να λιποθυμήσω. Ένιωσα λες και μου περνούσαν μια θηλιά στο λαιμό που έσφιγγε και με έπνιγε. Η θλίψη εξακολουθούσε να είναι εκεί και να με ακολουθεί όπως η σκιά μου.
Μία φίλη μου έδωσε μία συμβουλή που έμελλε να μου αλλάξει τη ζωή: να διαχωρίσω τη θλίψη και τον πόνο που ένιωθα για το χαμό του συζύγου μου από τη σχέση που προσπαθούσα να κάνω μετά το θάνατό του. Ήταν μία υγιής, λογική συμβουλή που έπρεπε να ακολουθήσω αλλά της είπα ότι δεν μπορούσα και δεν θα το έκανα όχι επειδή ήμουν πεισματάρα ή επειδή δεν έβλεπα ότι ήθελε να με βοηθήσει, αλλά επειδή ο πόνος της απώλειας ήταν και θα είναι πάντα μέρος αυτού που είμαι τώρα.
Όταν πέθανε ο άντρας μου, πέθανε και αυτή που ήμουν όσο εκείνος ήταν ζωντανός. Τα πάντα, από τον τρόπο που χαμογελούσα μέχρι τον τρόπο που σκεφτόμουν, ανέπνεα και ζούσα ήταν διαφορετικά. Μου πήρε πολύ καιρό μέχρι να βρω ξανά τον εαυτό μου. Ήταν μία σκληρή μάχη και είμαι περήφανη που κέρδισα (ή μάλλον είμαι περήφανη που συνεχίζω να κερδίζω γιατί η αλλαγή αυτή είναι μία συνεχής διαδικασία). Ο μόνος τρόπος για να κερδίσω τη μάχη αυτή ήταν να αγκαλιάσω τη θλίψη μου αποδεχόμενη πώς ό, τι κι αν έκανα, όσες όμορφες και όσες άσχημες στιγμές και να ζούσα η θλίψη θα ήταν πάντα εκεί άρα έπρεπε να μάθω να τη διαχειρίζομαι και να ζω με αυτή. Έμαθα ότι η θλίψη δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπομαι, κάτι που πρέπει να κρύβω ή κάτι που πρέπει να αλλάξω, αλλά είναι μέρος μου, κομμάτι μου όπως είναι η ουλή που σου αφήνει μία πληγή.
Όποιος ήθελε να είναι μαζί μου είτε σαν φίλος είτε σαν κάτι παραπάνω έπρεπε να αποδεχτεί τη θλίψη μου όχι με την έννοια του να υποχωρεί κάθε φορά ή να με αφήνει ανεξέλεγκτη να φέρομαι άσχημα ή παράλογα. Η θλίψη δεν σημαίνει ασυλία από την αξιοπρέπεια ή από τα λάθη, αλλά με την έννοια ότι θα έπρεπε να έχει κατανόηση και υπομονή.
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ακόμα απαλλαγεί εντελώς από τη θλίψη αλλά σίγουρα είμαι σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ αυτή που ήμουν. Οι άνθρωποι που είναι στη ζωή μου θέλω να με αγαπούν επειδή είμαι εγώ και όχι επειδή υποφέρω. Μαζί με μένα θέλω να αγαπήσουν το αόρατο αυτό σημάδι που έμεινε στην ψυχή μου.