Πρώτη φορά αποφασίζω να γράψω γι’ αυτό. Είδα μια ιστορία στο σαιτ σας και αποφάσισα να μιλήσω γιατί είχα την ίδια εμπειρία. Εχουν περάσει 3 χρόνια και νιώθω σαν να ήταν χθες.
Νοέμβριος 2016. Τρίτη πρωί, σηκώνομαι όπως κάθε μέρα να ετοιμάσω το γάλα του γιου μου να πάει σχολείο. Τον έλεγαν Σταύρο, πήγαινε Γ’ δημοτικού. Με τον μπαμπά του είχαμε χωρίσει μόλις λίγους μήνες. Έκλαιγε και στενοχωριόταν δεν μπορούσε να το δεχτεί. Πάλευα εκείνο τον καιρό να τον ηρεμήσω.
Σηκώνομαι, φτιάχνω το γάλα και του φωνάζω να σηκωθεί. Δεν ακούω φωνή, δεν ακούω τίποτα. Λέω θα τον έχει σκεπάσει το πάπλωμα και πάω στο δωμάτιό του. Του τραβάω το πάπλωμα και του φωνάζω γελώντας “Σήκω βρε υπναρά!”. Ένα άψυχο σώμα, μελανιασμένο, πέφτει από το κρεβάτι, στο πάτωμα. Το σώμα του παιδιού μου. Τρελλάθηκα!
Ουρλιαχτά, φωνές, τρόμος. Φώναζα βοήθεια. Κατέβηκε η γειτόνισσα, πήρε το ΕΚΑΒ. Ήρθαν αμέσως, τον πήραν. Θα ζήσει; ρωτούσα και ξαναρωτούσα τους τραυματιοφορείς. Λίγο μετά βγήκε από την εντατική ο γιατρός. “Ανακοπή, λυπάμαι…”.
Η ζωή μου έπαθε ανακοπή από τότε. Δεν μπορώ να γελάσω, να γιορτάσω, να χαρώ. Νιώθω ενοχές πως το διαζύγιο σκότωσε το παιδί μου, πως ο γιος μου πέθανε από τη στενοχώρια του. Παράτησα τη δουλειά μου και το σπίτι μου και κοιμόμουν πότε έξω από το νεκροταφείο που είναι ο τάφος του παιδιού μου και πότε σε συγγενείς. Έχω κοιμηθεί ακόμα και στον δρόμο, σε παγκάκια, σε πλατείες. Πριν 6 μήνες επέστρεψα σπίτι. Δεν τολμώ ακόμα να μπω στο δωμάτιό του. Με τον πατέρα του αρνούμαι να μιλήσω από το 2016. Δεν με νοιάζει τί θα απογίνω. Με νοιάζει να δω σύντομα το παιδί μου, το φως της ζωής μου.
Διαβάζω καθημερινά στο σαιτ σας για αντιδικίες, καυγάδες, φωνές. Και τα σημαντικά είναι άλλα και τα προσπερνάμε. Τα παιδιά είναι τα σημαντικά. Έχεις το παιδί σου. Εγώ δεν το έχω.
Διονυσία