Ως μεγαλύτερη από τα έξι παιδιά της οικογένειας η Marie Hargreaves παρακολουθούσε καθημερινά τη μητέρα και τον πατέρα της να αγωνίζονται οικονομικά για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Το 1958 όταν έγινε 5 ετών η μητέρα της γέννησε την Kathleen, το έβδομο μωρό της και τότε η ζωή τους έγινε ακόμα πιο δύσκολη.
“Παρόλο που η μητέρα μου ζούσε για τα παιδιά της προσπαθώντας για το καλύτερο, οι οικονομικές δυσκολίες ήταν τεράστιες και την έβλεπα αργά-αργά να βουλιάζει. Ήμουν τόσο υποσιτισμένη που ο γιατρός με διέγνωσε με ραχίτιδα“, θυμάται.
Ο πατέρας της ήταν εργάτης, πάντα ατημέλητος και άπλυτος, αναλφάβητος αλλά για εκείνη ήταν ο ήρωάς της, ένας πραγματικός πατέρας που την έκανε να νιώθει ασφαλής.
Μία μέρα όταν η Marie ήταν 6 ετών η μητέρα της ζήτησε βοήθεια από τις κοινωνικές υπηρεσίες. “Τους θυμάμαι να έρχονται σπίτι και η μητέρα μου να κλαίει λέγοντας ότι δεν είχε φαγητό να μας ταΐσει“. Άνοιξαν το ντουλάπι της κουζίνας και το μόνο που βρήκαν μέσα ήταν ένας κύβος λαχανικών. “Φυσικά και έχετε να φάτε“ της είπαν και έφυγαν. Η αντίδρασή τους αυτή ήταν η χαριστική βολή για τη μητέρα μου“, εξηγεί η Marie.
Το επόμενο πρωί αυτή και ο αδερφός της Freddie, που ήταν τα δύο μεγαλύτερα παιδιά έμαθαν από τον μπαμπά τους ότι θα πάνε “διακοπές‘.
“Ήρθαν στο σπίτι δύο γυναίκες που μας πήραν να φύγουμε. Ήμουν πάρα πολύ ενθουσιασμένη“.
Οι γονείς της Marie μάζεψαν τα ελάχιστα υπάρχοντα των δύο παιδιών και τα πήγαν στο αυτοκίνητο. Αυτό που οι γονείς τους αποκαλούσαν διακοπές αποδείχθηκε η αρχή ενός ατέλειωτου εφιάλτη.
“Όσο ήμασταν στο αυτοκίνητο οι γυναίκες αυτές δεν μας μίλησαν καθόλου. Φτάσαμε μπροστά από ένα μεγάλο κτίριο και μας βοήθησαν να ανέβουμε μία τεράστια πέτρινη σκάλα που ήταν πολύ μεγάλη για τα μικρά μας ποδαράκια. Στην πόρτα συναντήσαμε μία καλόγρια με μαύρη περιβολή. Είχα ένα πολύ άσχημο συναίσθημα από τη στιγμή που την είδα και κοίταξα γύρω μου για να δω αν ήταν κοντά μου ο αδερφός μου για να του πιάσω το χέρι και να τρέξουμε, αμέσως όμως περικυκλωθήκαμε από διάφορους ανθρώπους και δεν φαινόταν να υπάρχει διέξοδος“.
H Marie και ο αδερφός της μόνο σε διακοπές δεν ήταν. Οι γονείς τους, τους έστειλαν σε Ίδρυμα γιατί δεν άντεχαν πλέον οικονομικά. Τα αδέρφια χωρίστηκαν αμέσως και η Marie οδηγήθηκε σε ένα δωμάτιο όπου της έβγαλαν τα ρούχα.
«Η καλόγρια ζήτησε από μία ομάδα κοριτσιών 12 και 13 ετών να με κάνουν μπάνιο. Θυμάμαι τα κορίτσια να γελάνε, να με κοροϊδεύουν, να με χαϊδεύουν συνεχώς λες και ήμουν γάτα και να μου λένε πόσο χαριτωμένη είμαι. Στη συνέχεια με οδήγησαν σε ένα άλλο δωμάτιο όπου η καλόγρια ξύρισε τα μαλλιά μου».
Τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. H Marie μεταφέρθηκε στον κοιτώνα και είδε τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης: Ένα σκοτεινό, γεμάτο υγρασία δωμάτιο, ένα λεπτό στρώμα με ένα σεντόνι και γαργιασμένες, τραχιές πιτζάμες που γρατζούναγαν το δέρμα της.
Καθώς έκλαιγε στο κρεβάτι της ένα κορίτσι τη συμβούλευσε να σταματήσει πριν επιστρέψει η καλόγρια και είχε δίκιο. Κάθε φορά που έκλαιγε τιμωρούνταν από τις καλόγριες που υποτίθεται ότι έπρεπε να τη φροντίσουν.
«Κάθε μέρα ξυπνούσαμε στις 6 το πρωί και μας έβαζαν να τρίβουμε τα πατώματα. Αν μας ξέφευγε έστω και ένα μικρό σημείο, μας χτυπούσαν. Ήμουν τόσο εξαντλημένη μέχρι να έρθει η ώρα να φάμε πρωινό που ένιωθα το σώμα μου να καταρρέει».
Λίγες μέρες μετά όσο φοβισμένη, μπερδεμένη και απελπισμένη και να ήταν βρήκε το κουράγιο και ζήτησε από μία από τις μοναχές, την αδερφή Isobel να δει τον αδερφό της την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους.
“Μάζεψα όσο κουράγιο μου είχε απομείνει και τη ρώτησα αν θα μπορούσα να επιστρέψω με τον αδερφό μου σπίτι μας“. Εκείνη τη χαστούκισε δυνατά και της είπε “δεν έχεις σπίτι. Είσαι πια παιδί του Θεού“. Έβαλε τα κλάματα και θυμάται τα δάκρυα να πέφτουν μέσα στο φαγητό της.
Επέμεινε. “Πότε μπορώ να πάω σπίτι στην οικογένειά μου;“, Εκείνη μου απάντησε εξαγριωμένη “δεν έχεις οικογένεια και δεν θα πας σπίτι“.
Μία μέρα η Marie έπιασε με την άκρη του ματιού της τον αδελφό της σε ένα άλλο δωμάτιο που ήταν με άλλα αγόρια. Την αγκάλιασε για λίγα δευτερόλεπτα και της έδωσε ένα μικρό φιλί στη μύτη. Όση χαρά ένιωσε η Marie βλέποντας τον αδερφό της, τόσο ξύλο έφαγε στη συνέχεια. Η αδερφή Isobel την άρπαξε και την έβγαλε έξω από το δωμάτιο. Το παιδί πανικοβλήθηκε όταν συνειδητοποίησε τι επρόκειτο να συμβεί.
“Τη μισή διαδρομή την περπάτησα, την άλλη μισή με έσυρε στο διάδρομο. Με πέταξε σε ένα κρεβάτι σε ένα μικρό δωμάτιο και έφερε 4-5 κορίτσια, τα οποία με κρατούσαν όσο εκείνη με χτυπούσε. Στη συνέχεια άρχισαν να με χτυπάνε και εκείνα. Όσο και να φώναζα, όσο κι αν έκλαιγα, ήξερα ότι ήταν άσκοπο. Φεύγοντας η αδερφή Isobel στάθηκε στην πόρτα και με κοίταξε. Αν υπήρχε και μόνο η υποψία ότι θέλαμε ή σκοπεύαμε να δραπετεύσουμε οι καλόγριες μας έδεναν στα κρεβάτια μας“.
Το σχολείο ήταν η μόνη ανακούφιση της Marie. Το λάτρευε και εκτός αυτού, το σχολείο ήταν το μοναδικό μέρος, στο οποίο μπορούσε να γλιτώσει από τα βασανιστήρια των καλογριών. Οι δασκάλες που έβλεπαν τους μώλωπες τη ρωτούσαν συχνά που χτύπησε, αλλά εκείνη φοβόταν πολύ για να μιλήσει.
Κάθε φορά που διαμαρτύρονταν στις καλόγριες ότι δεν ήταν ορφανή και ότι ήθελε να γυρίσει στους γονείς της, τη χτυπούσαν μέχρι που μία μέρα οι επιθέσεις έγιναν σεξουαλικές.
“Με έβαλαν στο κρεβάτι μπρούμυτα και μου έδωσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη. Άρχισαν να με χτυπάνε στα πόδια και στο στήθος. Στη συνέχεια άρχισαν να με χαϊδεύουν με μία κρεμάστρα ανάμεσα στα πόδια. Φυσικά δεν έμειναν μόνο στο χάιδεμα. Άλλα κορίτσια, μεγαλύτερα, με βίασαν με αυτή την κρεμάστρα. Πάνω στην προσπάθειά μου να απελευθερωθώ έκανα εμετό και πνίγηκα με αυτόν“. “Αρκετά, κορίτσια“, είπε η αδερφή Isobel με απόλυτη ψυχραιμία καθώς έφευγε.
Από εκείνη την ημέρα και μετά η Marie κακοποιήθηκε σεξουαλικά πολλές νύχτες από τα μεγαλύτερα κορίτσια του κοιτώνα της ή όπως τον αποκαλούσαν οι καλόγριες “το κελί της“.
“Τα κορίτσια με ανάγκαζαν να τα αγγίζω και να τα χαϊδεύω στα απόκρυφα σημεία τους. Ήταν αηδιαστικό“.
Απ’ ότι φαίνεται η σκηνή με την κρεμάστρα «ενέπνευσε» την αδερφή Isobel να κάνει το ίδιο. “Μία μέρα σήκωσε τη φούστα μου και έσπρωξε το εσώρουχό μου στην άκρη. Με βίασε και εκείνη με την κρεμάστρα. Ήθελα να αντιδράσω, να την παρακαλέσω να σταματήσει, αλλά το στόμα μου δεν άνοιγε. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχα εγκαταλειφθεί από όλους, αλλά και εγώ η ίδια είχα εγκαταλείψει τον εαυτό μου“.
Όταν η Marie έγινε 9 ετών έφτασαν τα καλύτερα νέα. Το μοναστήρι έκλεινε μυστηριωδώς. Ήταν ελεύθερη. Όταν επέστρεψε σπίτι της δεν ήθελε να αναστατώσει τους γονείς της ή να διακινδυνεύσει να σταλεί ξανά σε κάποιο άλλο ίδρυμα γι’ αυτό προσποιήθηκε ότι ήταν ευχαριστημένη όσο έζησε στο ίδρυμα.
“Η μαμά μου, μου είπε ότι ήταν πολύ περήφανη για μένα. Ο αδερφός μου επέστρεψε και εκείνος σπίτι και οι γονείς μας, μας επαίνεσαν γιατί μετά την παραμονή μας στο Ίδρυμα μπόρεσε η οικογένεια να σταθεί στα πόδια της. Παρά την κακοποίηση που είχα υποστεί στο Ίδρυμα ήμουν ευτυχισμένη που μπόρεσα τα τρία αυτά χρόνια να βοηθήσω τους γονείς μου με αυτό τον τρόπο“.
Εν τω μεταξύ τα μαλλάκια της μεγάλωσαν και πάλι και οι γονείς της δεν έμαθαν ποτέ για την κακοποίηση αν και όπως λέει από την ημέρα που επέστρεψε, ήταν κάπως πιο αποστασιοποιημένη.
Στα 18 της παντρεύτηκε και απέκτησε ένα αγοράκι, τον Lee και δύο δίδυμα παιδάκια, τον Michael και τη Michelle. Ο πρώτος της γάμος έληξε νωρίς, αλλά ξαναπαντρεύτηκε έναν άντρα, το Jack, τον οποίο αγάπησε πολύ και έζησαν ευτυχισμένοι μαζί μέχρι το θάνατό του το 2010.
“Λατρεύω τα παιδιά μου και θέλω να νιώθουν ασφάλεια κάτι που δεν είχα ποτέ ως παιδί“.
Ακόμα και μετά το δεύτερο γάμο της η Marie υπέφερε από έντονο άγχος και μετατραυματικό στρες και τελικά εκμυστηρεύτηκε στο Jack τη σωματική κακοποίηση – όχι τη σεξουαλική – που υπέστη στο Ίδρυμα.
Το 2015 ήρθε σε επαφή με την αστυνομία, η οποία διερευνούσε και άλλες κατηγορίες κακοποίησης εναντίον της αδερφής Isobel και του Ιδρύματος.
“Δεν μου κάνει εντύπωση που τόσα πολλά παιδιά υπέφεραν στα χέρια της. Τους είπα όλα όσα μου συνέβησαν αλλά δεν είπα κουβέντα για τη σεξουαλική κακοποίηση. Μου είπαν ότι επρόκειτο να κληθεί για να λογοδοτήσει, αλλά δεν την πρόλαβαν. Είχε πεθάνει. Ήταν πολύ αργά για να αποδοθεί πια δικαιοσύνη“.
Μόνο όταν έμαθε για το θάνατο της Isobel μπόρεσε να εκμυστηρευτεί στους φίλους και την οικογένειά της τη σεξουαλική κακοποίηση. Μίλησε δημόσια και ήταν δεκάδες τα άτομα που εμφανίστηκαν και επικοινώνησαν μαζί της σχετικά με την κακοποίηση που υπέστησαν και οι ίδιοι από την ίδια καλόγρια.
Η φιλανθρωπική οργάνωση που δημιούργησε το μοναστήρι ξεκίνησε έρευνα και ζήτησε δημοσίως συγγνώμη απ’ όλα τα θύματα.
Παρόλο που ένα βάρος έφυγε από τους ώμους της, η Marie δεν ξέχασε ποτέ τη φρίκη αυτών των τριών ετών.
“Με επηρεάζει ακόμα και σήμερα. Είναι τόσο δύσκολο να εξηγήσεις το μίσος και την αηδία που νιώθεις για τον ίδιο σου τον εαυτό. Αισθάνεσαι λες και δεν ανήκεις στον κόσμο αυτό εξαιτίας αυτού που έγινε. Είναι ένα συναίσθημα που δεν θα φύγει ποτέ“.