Όταν ήμουν 10 μηνών, εγώ και ο δίχρονος αδερφός μου βρεθήκαμε εγκαταλελειμμένοι στην άκρη ενός δρόμου. Συνεχίσαμε τη ζωή μας σε ίδρυμα μέχρι τα 5 μου χρόνια, όταν και οι Αρχές μας παρέδωσαν στον αλκοολικό πατέρα μας.
Μετακομίσαμε στο Μάντσεστερ όπου έβαζε εμένα και τον αδερφό μου να κλέβουμε και να του δίνουμε οτιδήποτε μπορούσε να πουλήσει.
Μεγαλώνοντας μάθαμε ότι είχαμε άλλα 12 αδέρφια. Κανείς από εμάς δεν είχε τη φροντίδα που του άξιζε, μεταξύ μας όμως υπήρχε γνήσια αγάπη, ενδιαφέρον και διάθεση να φροντίσει ο ένας τον άλλον.
Όσα κερδίζαμε με τον αδερφό μου από την επαιτεία και τις κλοπές, τα δίναμε στον πατέρα μου, κάποια όμως τα μοιραζόμασταν μεταξύ μας προσπαθώντας να μην το πάρει χαμπάρι εκείνος.
Δεν νιώσαμε ποτέ αγάπη και στοργή από τους γονείς μας. Δεν μας αγκάλιασαν ποτέ, ούτε μας άγγιξαν παρά μόνο για να μας δείρουν.
Οι αδερφές μου έφυγαν όσο πιο μακριά μπορούσαν γιατί είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον πατέρα μου. Κάποτε προσπάθησε να μου κόψει τα δάχτυλα επειδή δεν του παρέδωσα ένα νόμισμα που είχα βρει στα σκουπίδια. Θα το είχε κάνει αν δεν είχε μπει στη μέση η μητέρα μου.
Τη θυμάμαι χαρακτηριστικά να λέει «Μην του κόψεις τα δάχτυλα. Πώς θα ζητιανεύει μετά;».
Όταν ήμουν 8 ετών οι γονείς μου εξαφανίστηκαν. Η μεγάλη μου αδελφή ήρθε μόνο και μόνο για να πάρει μαζί της τα μικρότερα παιδιά και εγώ με το Martin αποφασίσαμε να φύγουμε. Φεύγοντας έβαλα φωτιά σε ένα παλιό πάπλωμα που είχαμε και έκαψα το σπίτι. Δεν ήθελα να υπάρχει. Δεν ήθελα να το βλέπω. Δεν ένιωσα ποτέ αγάπη και στοργή από κανέναν παρά μόνο από τα αδέρφια μου και η σκέψη και μόνο να εξακολουθεί να υπάρχει αυτό το σπίτι-κολαστήριο, στο οποίο ζήσαμε τόσα με έκανε να νιώθω αηδία. Ήθελα να εξαφανιστεί και να μη ζήσει ποτέ ξανά κανείς εκεί μέσα.
Στα 8 μου δεν μπορούσε να δικαστώ για εμπρησμό πόσο μάλλον να καταδικαστώ. Τους επόμενους μήνες τους περάσαμε στο ορφανοτροφείο. Εκεί τουλάχιστον μπορώ να πω ότι περάσαμε φανταστικά. Τρώγαμε τρεις φορές τη μέρα, είχαμε ζεστά κρεβάτια και καθαρά ρούχα. Είχαμε τη δυνατότητα να πάμε σχολείο και να παίζουμε κάθε μέρα με άλλα παιδιά αλλά εμείς είχαμε μάθει να είμαστε στους δρόμους, να ζητιανεύουμε και να κλέβουμε. Αυτό κάναμε. Το σκάγαμε όσο συχνότερα μπορούσαμε από το ορφανοτροφείο για να βγούμε και πάλι στους δρόμους.
Δεν ήμασταν παρά δύο παιδιά που δεν ήξεραν τι πάει να πει οικογένεια και αγάπη. Το ένστικτο της επιβίωσης ήταν πολύ δυνατό μέσα μας και δεν καταφέραμε να εγκλιματιστούμε στις συνθήκες του ορφανοτροφείου.
Τελικά μαζί με το Martin μας έστειλαν στο Κέντρο Κράτησης Ανηλίκων Rosehill Remand. Εκεί κακοποιηθήκαμε και οι δύο σεξουαλικά από μέλη του προσωπικού του κέντρου, αλλά όπου κι αν το είπαμε, ποτέ κανείς δεν μας πίστεψε. Η «αποκλίνουσα συμπεριφορά» μας συνεχίστηκε με αποτέλεσμα να μας στείλουν για άλλη μία φορά σε άλλο χώρο.
Αυτή τη φορά μας χώρισαν από τον αδερφό μου, κάτι που μέχρι σήμερα είναι ένα από τα χειρότερα πράγματα που μου συνέβησαν ποτέ.
Εμένα με έστειλαν στο σχολείο του Αγίου Vincent. Δεν ήμουν πια με τον αδερφό μου κι αυτό με έκανε να νιώθω μόνος και φοβισμένος. Εκεί έζησα τις χειρότερες στιγμές της ζωής μου. Από κει έχω τις τραγικότερες αναμνήσεις. Μας τιμωρούσαν με διάφορους τρόπους είτε μας χτυπούσαν είτε έτριβαν τσουκνίδες πάνω στα γυμνά μας κορμιά είτε μας έβαζαν σαμιαμίδια στο στόμα.
Τις νύχτες έπαιρναν τα αγόρια από τα κρεβάτια τους και τα κακοποιούσαν σεξουαλικά. Κάθε βράδυ έτρεμα από φόβο μήπως είμαι ο επόμενος. Δεν υπήρξε νύχτα που να μην προσευχηθώ.
Ο χειρότερος δάσκαλος εκεί μέσα ήταν ο κύριος Sweet. Μας έδερνε όσο κανείς άλλος.
Μία μέρα ξαφνικά η συμπεριφορά του απέναντί μου άλλαξε. Άρχισε να δείχνει ένα περίεργο ενδιαφέρον, εντελώς ξένο για εκείνον. Ένα πρωί με πήρε και πήγαμε σε ένα αγρόκτημα που εξέτρεφαν κοτόπουλα.
«Σου αρέσουν τα ζώα, έτσι δεν είναι;». «Τα λατρεύω», είπα εγώ.
«Είναι ωραίο να σε αγαπούν, εε;», είπε κοιτώντας με με ένα περίεργο βλέμμα και χαμογελώντας πονηρά. Του είπα «Δεν ξέρω».
Από εκείνη την ημέρα με είχε πάντα από κοντά. Δεν με άφηνε λεπτό από τα μάτια του. Με οδήγησε σε έναν χώρο στεγασμένο και με βίασε. Καθ’ όλη τη διάρκεια της νοσηρής του πράξης, μου ψιθύριζε στο αυτί πόσο νοιαζόταν για μένα και πόσο με αγαπούσε. Ήταν η πρώτη, αλλά όχι η τελευταία φορά που συνέβη. Μου άρεσε που για πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα κάποιον να μου λέει ότι με αγαπούσε.
Μου είπε ότι μου έχει μεγάλη αδυναμία και με προειδοποίησε να μην αναφέρω το είδος της σχέσης μας πουθενά αλλιώς θα σταματούσε να με αγαπάει και θα έμπαινα σε μπελάδες.
Αυτό συνεχίστηκε για αρκετούς μήνες μέχρι που μία μέρα είδα ένα άλλο αγόρι από τα νεοφερμένα να πηγαίνει στην αίθουσα, στην οποία ο κύριος Sweet συνήθως με βίαζε.
Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που την άκουγα. Αστραπιαία και χωρίς να το σκεφτώ έσκυψα και κρυφοκοίταξα μέσα από την κλειδαρότρυπα.
Άκουσα το αγόρι να κλαψουρίζει και εκείνον να του λέει «Ήσυχα, δεν θα σε πονέσω».
Ζήλεψα. Αισθάνθηκα ότι με πρόδωσε. Βγήκα έξω από το κτίριο και προσπάθησα να αυτοκτονήσω. Δεν θυμάμαι τι μεσολάβησε, μόνο εμένα να είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος.
Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε. Προσπάθησα να συνεχίσω τη ζωή μου, αλλά δεν μπορούσα. Ο πόνος μετατράπηκε σε θυμό και μία μέρα που ο κύριος Sweet με πλησίασε και μου είπε «Έλα να με βοηθήσεις σε κάτι που σε θέλω», άφησα όλο μου το θυμό να βγει προς τα έξω.
«Δεν θέλω να με αγαπάς πια», του είπα.
Ο θυμός μου ήταν πλέον πιο δυνατός από το φόβο μου. «Δεν πρόκειται να σε βοηθήσω σε τίποτα γι’ αυτό άφησέ με ήσυχο».
Επόμενη κίνησή του ήταν να πιάσει το κεφάλι μου και να το χτυπήσει με δύναμη στον τοίχο.
Στον καυγά ενεπλάκη και ένας άλλος δάσκαλος όχι φυσικά για να με υπερασπιστεί, αλλά για να με χτυπήσει και αυτός. Θυμάμαι ότι αντέδρασα ρίχνοντας μία κλωτσιά στον κύριο Sweet. Του έπεσαν τα γυαλιά στο πάτωμα. Τα άλλα παιδιά ζητωκραύγαζαν, πράγμα που μου έδωσε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσω να τον χτυπάω και εγώ με τη σειρά μου όσο μπορώ.
Τιμωρήθηκα και μάλιστα πολύ άσχημα και από κείνη την ημέρα ο κύριος Sweet μου έκανε καθημερινά bullying. Το χειρότερο ήταν ότι μου έσπασε τον αντίχειρα χαμογελώντας με υπερηφάνεια το κατόρθωμα του. Προσπάθησα πολλές φορές να ξεφύγω από το Κέντρο αυτό, αλλά δεν τα κατάφερα.
Στα 12 μου χρόνια με κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του.
«Οι γονείς σου θα έρθουν να σε πάρουν», μου εξήγησε. Ένιωσα σαν να μου έδωσαν μπουνιά στο στομάχι. Μα δεν είχα γονείς. Και όμως είχα και οι κοινωνικές υπηρεσίες είχαν αποφανθεί υπέρ τους.
«Θα πάρουν μαζί και τον αδερφό σου το Martin». Αν ερχόταν και ο Martin τότε άλλαζαν όλα.
Δύο γυναίκες κοινωνικές λειτουργοί με πήραν από το Κέντρο και με πήγαν στη μητέρα μου. Μόλις με είδε ούτε με αγκάλιασε ούτε με φίλησε. Απλά έτεινε το χέρι της και με χαιρέτησε σαν να ήμουν κανένας ξένος. Λίγο αργότερα ήρθε και ο Martin. Αγκαλιαστήκαμε και για πρώτη φορά μετά από καιρό ένιωσα όμορφα.
Είχε κακοποιηθεί και εκείνος σεξουαλικά στο Κέντρο που ήταν. Το κράτος είχε αποτύχει να μας προστατεύσει. Κουβαλάω ακόμα πάνω μου τον πόνο από τη φρίκη και τη βία που έζησα και ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Στα 15 μου προσπάθησα και πάλι να αυτοκτονήσω και ένιωσα ενοχές επειδή επέτρεψα σε κάποιους να με κακοποιήσουν μόνο και μόνο για να αισθανθώ την αγάπη.
Επισκέφτηκα πολλούς ψυχολόγους, αλλά δεν κατάφεραν να με βοηθήσουν. Για καλή μου τύχη όμως ήρθε στη ζωή μου ο Chris, ένας καταπληκτικός ψυχοθεραπευτής που μου άλλαξε τη ζωή. Είναι ο μόνος που με βοήθησε να αντιμετωπίσω το παρελθόν και να προχωρήσω.
Μου πρότεινε να γράψω τη ζωή μου σε βιβλίο κάτι που ήταν πολύ θεραπευτικό. Ο πατέρας μου εν τω μεταξύ πέθανε σε ηλικία 55 ετών και δεν πήγα ούτε στην κηδεία του.
‘Οταν πέθανε και η μητέρα μου σε ηλικία 84 ετών, ήταν μία καταλυτική στιγμή για τη θεραπεία μου, η οποία πήγαινε από το καλό στο καλύτερο. Πλησίασα στο νεκροκρέβατό της, τη φίλησα στο μέτωπο και της είπα «Σε συγχωρώ».
Δεν αισθανόμουν τίποτα, αλλά ήθελα να το κάνω για μένα.
Με το Martin δεν χωρίσαμε ποτέ ξανά. Εξακολουθούμε να ζούμε στον ίδιο δρόμο, πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Με τα υπόλοιπα αδέρφια μου δεν έχω επαφές. Είμαι παντρεμένος, έχω 3 παιδιά και 9 εγγόνια, τα οποία λατρεύω.
Στην αρχή ανησυχούσα τι θα πουν οι άνθρωποι για μένα και το παρελθόν μου, αλλά σήμερα είμαι περήφανος που κατάφερα να ξεπεράσω αυτή τη φρίκη.
Έγραφα και εξακολουθώ να γράφω γιατί έτσι βοηθώ τον εαυτό μου και ελπίζω ότι βοηθάω και άλλους. Θέλω να δώσω φωνή στους ανθρώπους που έχουν υποφέρει.
Η έλλειψη αγάπης και ενδιαφέροντος κατέστρεψε τη ζωή μου. Θέλω όλοι οι άνθρωποι που έχουν κακοποιηθεί και διαβάζουν αυτή τη στιγμή την ιστορία μου να ξέρουν ότι δεν είναι μόνοι.
Πηγή: mirror.co.uk