Ο Μοχαμαντ – Εντριζ Μια, ήταν στα της τραγωδίας στα Τέμπη. Ο θάνατός του πέρασε σχεδόν απαρατήρητος από το σύμπαν της τηλεόρασης και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Μία εβδομάδα μετά το δυστύχημα η κηδεία του ακόμα δεν έχει γίνει, αφού η οικογένειά του ζει στο μακρινό Μπαγκλαντές. Τα στοιχεία του, δε, τώρα ταυτοποιήθηκαν.
Ο 33χρονος Μοχαμάντ-Εντρίζ Μία επέβαινε στη μοιραία αμαξοστοιχία IC-62 και ταξίδευε από την Αθήνα προς τη Θεσσαλονίκη. Ήταν ένα ταξίδι που έκανε πολλές φορές και προτιμούσε το τρένο επειδή το εισιτήριο ήταν πολύ πιο οικονομικό συγκριτικά με άλλα μέσα μεταφοράς. Ήταν μικροπωλητής και πουλούσε αξεσουάρ σε πανηγύρια. Αυτός ήταν και ο λόγος που ερχόταν αρκετά συχνά στην πρωτεύουσα.
Μοχαμάντ-Εντρίζ Μία: Ήρθε στην Ελλάδα για ένα καλύτερο μέλλον
Έμενε πολύ κοντά στον σταθμό του ΟΣΕ, σε ένα μικρό διαμέρισμα, κοντά στην οδό Μοναστηρίου, όπου συγκατοικούσε με έναν φίλο του προκειμένου να μοιράζονται τα έξοδα. Στην Ελλάδα ζούσε εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια και ανήκε στους χιλιάδες μετανάστες που ήρθαν στη χώρα μας για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή.
Στην Αθήνα ταξίδεψε για επαγγελματικούς λόγους αλλά και για να συναντήσει φίλους και συνεργάτες. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, θα ανανέωνε την άδεια παραμονής του.
Το απόγευμα της 28ης Φεβρουαρίου η επιβατική αμαξοστοιχία αναχώρησε απ’ την Αθήνα με 431 επιβάτες και προορισμό την πόλη της Θεσσαλονίκης. Μεταξύ αυτών βρισκόταν και ο Μοχαμάντ-Εντρίζ Μία.
Λίγες ώρες πριν απ’ τη σύγκρουση θα έλεγε σε φίλους του ότι θα ταξίδευε στο δεύτερο βαγόνι, στον χώρο όπου ήταν το κυλικείο, αφού δεν είχε καταφέρει να βρει θέση. Το εισιτήριο, όπως τον είχαν ενημερώσει, θα το αγόραζε μέσα στο τρένο, γι’ αυτό έπρεπε να περιμένει σε ένα από τα καθίσματα του κυλικείου.
Μετά τη σύγκρουση θεωρούνταν αγνοούμενος. Οι φίλοι του έσπευσαν να τον αναζητήσουν, ανεβάζοντας τη φωτογραφία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Αγνοείται το φιλαράκι μου από το έγκλημα στα Τέμπη. Δεν γνωρίζω σε ποιο βαγόνι βρισκόταν ακριβώς», έγραψε ο φίλος του απ’ τη Θεσσαλονίκη, Γιάννης Κομπανίδης.
Ο Μοχαμάντ-Εντρίζ Μία γεννήθηκε στο Μπαγκλαντές, χώρα της Νότιας Ασίας που είναι ευρέως γνωστή ως «ραπτομηχανή» της Δύσης. Μεγάλωσε σε μια φτωχική γειτονιά στο Χαθαζάρι της Τσιταγκόνγκ που αποτελεί το κύριο λιμάνι και δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Μπαγκλαντές.
Πριν από κάποια χρόνια παντρεύτηκε, αλλά στη συνέχεια χώρισε. Η Ελλάδα τού άρεσε πολύ, εδώ είχε κάνει καλούς φίλους και παρόλο που του ζητούσε συνεχώς η οικογένεια του να επιστρέψει, εκείνος προτιμούσε να ζει στη Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς, ήταν και ο προστάτης της οικογένειάς του, αφού πριν από πέντε χρόνια ο πατέρας του είχε σκοτωθεί σε τροχαίο.
«Η ταυτοποίηση του Εντρίζ ήταν μια πολύ δύσκολη διαδικασία. Κι αυτό μεγεθύνει την οδύνη και τη θλίψη της οικογένειας, αφού δεν θα μπορέσουν να ξαναδούν τον δικό τους άνθρωπο όπως τον θυμούνταν. Επίσης, θέλω να σημειώσω και το εξής, διότι ακούστηκαν διάφορες ανοησίες από πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές για τον Εντρίζ: Ζούσε στην Ελλάδα νομιμότατα. Και ως μικροπωλητής δεν είχε απασχολήσει ποτέ τις Αρχές ή τη Δικαιοσύνη. Όλοι τον συμπαθούσαν και όλοι είχαν να πουν έναν καλό λόγο για κείνον», αναφέρει ο κ. Χατζάκος.
Στο τρένο υπήρχαν πολλοί μετανάστες που είναι σίγουρο ότι δεν θα βρεθούν ποτέ, αφού δεν θα τους ψάξει κανείς. Ο Γιάννης, φίλος του Εντρίζ από τη Θεσσαλονίκη, προσθέτει: «Εμείς στην αρχή νομίζαμε ότι ήταν στην Ορθοπεδική του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας, αλλά τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν άλλος νεαρός από τη Σενεγάλη. Είναι βέβαιο ότι επέβαιναν κι άλλοι μετανάστες στα βαγόνια που “εξαερώθηκαν”».
Ο Γιάννης ζει στο Κορδελιό της Θεσσαλονίκης. Τον ρωτώ πώς γνωρίστηκαν με τον Εντρίζ. «Μέσω του συζύγου της αδελφής μου. Ο Εντρίζ, ως μικροπωλητής και πλανόδιος έμπορος, πήγαινε διαρκώς σε εκθέσεις, παζάρια και πανηγύρια. Πριν από επτά χρόνια ακολουθούσα κι εγώ τον γαμπρό μου σε τέτοιες υπαίθριες αγορές προκειμένου να βοηθήσω, αν και σε μικρή ηλικία. Έτσι γνωριστήκαμε.
Είχε έρθει και στον γάμο της αδελφής μου και είχαμε περάσει πολύ όμορφα. Μάλιστα, την τελευταία φορά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο μου είχε πει ότι ήθελε να βρεθούμε για φαγητό. Ήταν ειλικρινά απ’ τα πολύ καλά παιδιά. Φιλότιμος, αγαθός και άνθρωπος που του άρεσε ολόψυχα να προσφέρει. Πάντοτε τον θυμάμαι χαμογελαστό και καλοσυνάτο.
Θλίβομαι για τον χαμό και για έναν ακόμη λόγο: ήταν το βασικό στήριγμα της οικογένειάς του, αφού δούλευε πολύ για να στέλνει χρήματα στους δικούς του. Ήταν ο μεγάλος αδελφός. Τα λόγια είναι περιττά όταν αναλογίζομαι πως δεν θα τον ξαναδώ.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, όταν ακούμε τη λέξη “μετανάστης”, θεωρούμε ότι είναι κάτι κακό. Τους συμπεριφερόμαστε με ρατσισμό. Όμως ο Εντρίζ ήταν ανοιχτοχέρης και αξιοπρεπής. Και δεν το λέω επειδή ήμασταν φίλοι αλλά είναι κρίμα να τσουβαλιάζουμε ανθρώπους ή, επειδή ήταν μετανάστης, να μη μας ενδιαφέρει η τύχη του.
Για μένα ήταν ένας καλός φίλος και θα μου λείψει πολύ η παρέα του. Οργίζομαι, λοιπόν, όταν σκέφτομαι ότι έχασε τη ζωή του επειδή έτυχε να μπει σε ένα τρένο χωρίς επιστροφή. Σε μια αμαξοστοιχία όπου όλοι θα μπορούσαμε να είχαμε επιβιβαστεί. Πρέπει να τιμωρηθούν όλοι, σε όποια θέση κι αν βρίσκονται. Να δικαστούν όπως ένας απλός πολίτης. Ντρέπεται, πραγματικά, ολόκληρη η κοινωνία για όλους αυτούς και δεν ντρέπονται οι ίδιοι για τους εαυτούς τους», υποστηρίζει με θυμό και οργή ο νεαρός Γιάννης Κομπανίδης.
Σήμερα, σχεδόν δέκα μέρες μετά το θανατηφόρο σιδηροδρομικό δυστύχημα, ο Μοχαμάντ-Εντρίζ Μία παραμένει άταφος. Η οικογένειά του θρηνεί και προσεύχεται στον Αλλάχ να τον αναπαύσει. Σε έναν άνθρωπο που ήρθε στην Ελλάδα να βρει μια καλύτερη επαγγελματική τύχη.
Η τελευταία ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ένα βίντεο λίγων λεπτών τραβηγμένο από τον Λόφο της Πνύκας να απολαμβάνει τη θέα της Αθήνας, σε ένα από τα ψηλότερα σημεία της. Στα σχόλια φίλοι αλλά και άγνωστοι εκφράζουν τα συλλυπητήριά τους. Άνθρωποι που μένουν στην Ελλάδα γράφουν: «Λυπάμαι πολύ που ήρθες στη χώρα μου για μια καλύτερη ζωή και αυτή η χώρα σε σκότωσε. Λυπάμαι πολύ. Αναπαύσου εν ειρήνη».