Μεγάλωσα κι εγώ με το «μαμά, θα σε πάρω όταν φτάσω». Δεν το κάνω πάντα, το λέω για να σταματήσει η μάνα μου να ανησυχεί. και μπαίνω σε τρένα και πλοία και αεροπλάνα. όπως τόσοι και τόσοι, όπως τόσα και τόσα παιδιά που λίγο πολύ ξέρουμε.
Είναι τα ίδια παιδιά που ανεβάζουν οι γονείς φωτογραφίες στο διαδίκτυο να κάνουν μπάνιο σε θάλασσες, να χορεύουν σε πάρτι, να παίρνουν απολυτήριο και πτυχίο, να κάνουν αγκαλιές και καρδούλες και χαρές, είναι παιδιά που ζουν τη ζωή που τους αξίζει, προσπαθώντας να επενδύσουν στην κωμωδία.
η χώρα αυτή όμως έχει μια έφεση στην τραγωδία. κάθε καλοκαίρι θα κατεβάσει στην Επίδαυρο πάλι και πάλι τις ίδιες, δεν τις βαριέται.
Την Ιφιγένεια που θυσιάζουν, την Αντιγόνη που τη θάβουν, τα παιδιά της Μήδειας, έχει συνηθίσει η Ελλάδα να σκοτώνει τα παιδιά της.
οι τραγωδίες της κρατάνε μέχρι την επόμενη.
Πλοία βουλιάζουν, τρένα εκτροχιάζονται, λεβητοστάσια σχολείων εκρήγνυνται, πούλμαν συγκρούονται, δάση και γειτονιές θα καίγονται, τίποτα όμως δεν αλλάζει, τα θύματα γίνονται ένα «κρίμα τα παιδιά», γίνονται ανάρτηση και πάμε μπροστά. τίποτα δε διορθώνεται. όλα μια τρεχάλα.
ζούμε με ρυθμούς βιασύνης, έναν μανδύα εκσυγχρονισμού πάνω από μια προχειρότητα και μια ασέβεια στη ζωή, με προγράμματα ευρωπαϊκά, κοινοτικά, με ύλη να τρέχει στα σχολεία, με ωράρια ακατάπαυστα, με ζωές που δεν προλαβαίνει να χαρεί η μία την άλλη , με οικογένειες που δεν έχουν χρόνο να ειδωθούν γύρω από ένα κοινό τραπέζι, με γονείς που δεν προλαβαίνουν να χαρούν τα παιδιά τους μέχρι τη μέρα που ίσως τα χάσουν.
Η πιο δύσκολη δουλειά του κόσμου να τηλεφωνήσεις ή να πεις κατά πρόσωπο σε κάποιον «ξέρετε, δε θα δείτε ξανά το παιδί σας».
θα το βλέπετε μόνο σε φωτογραφίες που σώσατε. αν ήμουν κινητή τηλεφωνία θα χάριζα αυτόματα όλο τον χρόνο και τα δεδομένα του κόσμου σε κάθε άνθρωπο, παιδί ή μεγάλο παιδί, θέλει να καλεί μια μάνα να της λέει «έρχομαι», «θα σε πάρω», «σ’ αγαπώ».
ίσως δικαίως οι μανάδες είναι υπερπροστατευτικές στην Ελλάδα κι ας το κοροϊδεύουμε. ίσως κανείς άλλος δε σε προστατεύει στη χώρα αυτή.
Πηγή: