Σάββατο, 16 Νοεμβρίου 2024
αληθινές ιστορίεςΤον έπιασα στο αεροδρόμιο με τη γυναίκα του να φεύγουν μήνα του...

Τον έπιασα στο αεροδρόμιο με τη γυναίκα του να φεύγουν μήνα του μέλιτος. Είχαμε σχέση και δεν ήξερα τίποτα

Γνωριστήκαμε όταν άνοιξα μαγαζί στην πόλη μας και άρχισε να παίρνει καφέ από εμένα καθώς δούλευε λίγο παραπέρα. Πανέμορφος άντρας, τον πρόσεχες και πολύ ευγενικός και λαρτζ.

Κάποιες φορές είχα και τη μικρή μου μαζί (είμαι χωρισμένη) και τη ρωτούσε για το σχολείο και για τις ζωγραφιές της και το παιδί τον είχε συμπαθήσει.

Ένα βράδυ τον βρήκα έξω από το μαγαζί, μου είπε πως δεν ένιωθε καλά και να καλέσω ασθενοφόρο. Σωριάστηκε, πήρα το 166 και πράγματι είχε πάθει έμφραγμα. Έκατσα εκεί στο νοσοκομείο μεχρι να έρθουν οι δικοί του, ήρθαν οι γονείς του με ευχαριστησαν και έφυγα. Την άλλη μέρα θεώρησα σωστό να πάω να τον δω και πράγματι πήγα, εκείνος με ευχαριστησε και μου είπε πως όταν εβγαινε θα μου έκανε το τραπέζι.

Πράγματι οταν βγήκε απο το νοσοκομείο, με πήρε τηλέφωνο και εγώ πετούσα γιατί ήμουν τέρμα ερωτευμένη χωρίς καν να έχουμε κάνει κάτι.

Βγήκαμε και από εκείνο το βράδυ ήμασταν μαζί. Έχω υπέροχα πράγματα να θυμαμαι δεθήκαμε πολύ γρήγορα μέχρι που ερχόταν και βγαίναμε μαζί με την κόρη μου, κάτι που δεν είχα κάνει με κανέναν άντρα ως τότε. Εκδρομές, μπουζουκια, βόλτες στη θάλασσα, ήμουν ευτυχισμένη!

Πέρασε έτσι ένα εξάμηνο και ήδη συζητούσαμε για συγκατοίκηση. Μου είπε πως θα έφευγε ταξίδι για δουλειά στο εξωτερικό και πως θα ήταν εκτός για λίγες μέρες. Τίποτα το περίεργο ως τότε.

Υποτίθεται θα εφευγε Πέμπτη και θα καθόταν 10 μέρες. Κυριακή πεθαίνει η μάνα μου και μου ζήτησαν να πάω στο νησί γιατί ήταν στα τελευταία της. Μπορούσα να πάω με το καράβι αλλά για πιο γρήγορα επέλεξα το αεροπλάνο για να προλάβω την κηδεία.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το τεράστιο σοκ που έπαθα βλέποντας τον να κρατάει μια κοπέλα από το χέρι, να κάνουν γλύκες και να γελάνε στον γκισέ των εισιτηρίων κι εγώ λίγο πιο πίσω να θέλω να πεθάνω. Φορούσε βέρα στο χέρι και άκουσα την υπάλληλο στον γκισέ να λέει “Ααα νεόνυμφοι ε; Μπράβο!”.

Καθώς γυρίζουν προς τα πισω να φύγουν, με βλέπει. Γίνεται κατακόκκινος. Τον κοιτάζω μες στα μάτια σαν να του λέω “Γιατί;”. Χαμηλώνει το βλέμμα, η κοπέλα δίπλα του, αυτή που θα μπορούσα να ειμαι εγώ, πετάει απ τη χαρά της. Γιατί όχι άλλωστε; Μόλις είχε παντρευτεί τον άνθρωπό μου….

Δεν ήξερα για τί να πρωτοπενθήσω. Για τη μάνα μου που έχασα; Για το όνειρο που έχασα; Που δεν ήξερα ότι τα είχα με αρραβωνιασμένο και παραμύθιαζα και το παιδί μου ερήμην μου;

Έμεινα περισσότερες μέρες στο νησί, φοβόμουν να γυρίσω. Αυτός είχε το θράσσος να παίρνει και να στέλνει “Να σου εξηγήσω” και άλλες τέτοιες π#πες.

Να μου εξηγήσεις πώς με εξαπατούσες τόσο καιρό και ενώ ήξερες πόσα είχα τραβήξει από τον γάμο μου; Τί σου έκανα και άξιζα τέτοια απάτη; Το παιδί μου τί σου έκανε και άξιζε τέτοια κοροϊδία; Γιατί δέχτηκες να μπεις στο σπίτι μας ενώ ετοίμαζες το δικό σου με άλλη;

Ποτέ δεν ρώτησα, απλά άλλαξα αριθμό τηλεφώνου. Γύρισα πίσω στο μαγαζί και έκανα μήνες να συνέλθω με ψυχολόγο και ηρεμιστικά. Δεν ξαναπέρασε από το μαγαζί, μετά από καιρό έμαθα ότι είχε παραιτηθεί. Φυσικά αφού ήταν τόσο χέστης που φοβόταν μη τυχόν πάω να τον βρω και τον κάνω ρόμπα.

Μόνο μια μέρα ήρθε στο μαγαζί η γυναίκα του.

‘Ένα φρέντο καπουτσίνο σκέτο και έναν γλυκό” μου είπε.

Σάστισα λίγο.

“Σας έχω ξαναδει κάπου;” με ρωτάει.

“Μπα δεν νομίζω” της απαντώ.

Της δίνω τους καφέδες.

Ο γλυκός καφές ήταν ο δικός του. Τον είχα κάνει σκέτο.

Έρικα

Τα πιο σημαντικά