Εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη για τη σοβαρή περιπέτεια με την υγεία της όταν διαγνώστηκε με καρκίνο παραχώρησε η Ντόρα Μπακογιάννη.
- Από την πρώτη στιγμή, η Ντόρα Μπακογιάννη θέλησε να μιλήσει γι’ αυτό που της συμβαίνει, θέλοντας να δώσει το παράδειγμα και σε άλλους ασθενείς που αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους προβλήματα υγείας…
Πέρα από το τεράστιο κύμα συμπαράστασης που εισπράξετε για την πρόσφατη περιπέτεια της υγείας σας, νιώσατε ότι κάποιοι σας αντιμετώπισαν σαν άλογο που βγήκε από την κούρσα;
- Όχι, δεν το ένιωσα καθόλου. Καμιά φορά λέω στον Ισίδωρο «αυτός, νομίζω, με έχει ξεγράψει προ πολλού…», αλλά αυτά είναι αστεία. Μπορεί βέβαια να έγινε και να μην το αισθάνθηκα. Γιατί εγώ έχω άμυνες. Εννοώ, στρουθοκαμηλίζω. Πολλές φορές. Συνειδητά. Μου αρέσει ο στρουθοκαμηλισμός. Δεν χρειάζεται ο άνθρωπος να ταλαιπωρείται παραπάνω απ’ ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο. Αλλά δεν το ένιωσα καθόλου αυτό που λέτε. Αντίθετα. Είμαι βουλευτής επαρχίας σήμερα. Στην επαρχία μπορεί να πεις: «Γιατί, ρε παιδί μου, να ψηφίσω έναν άνθρωπο που έχει μια αρρώστια; Και αν αύριο δεν μπορέσει, ας πούμε, να ανταποκριθεί, τι θα γίνει;». Όμως εισέπραξα το αντίθετο, πρέπει να πω. Θα φανεί και στις εκλογές βεβαίως.
Υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα πολλή αμηχανία απέναντι σε τέτοια θέματα;
- Η ουσία είναι ότι σε τέτοιου είδους περιπτώσεις ο κόσμος βγάζει τον καλό του εαυτό. Σήμερα πέρασε ο οδηγός ενός καθαριστικού του δήμου και μου είπε: «Αφεντικό, είμαστε καλά, ε;». Αυτό, ξέρετε, δεν πληρώνεται. Είναι ο βασικός λόγος για να κάνεις πολιτική. Αυτό σε κρατάει, γιατί με τις αθλιότητες και όσα, τέλος πάντων, συμβαίνουν, η τάση σου θα ήταν: «Άντε γεια».
Υπάρχει και η ταύτιση του κόσμου;
- Ναι, αυτή είναι τουλάχιστον η δικιά μου εμπειρία. Και στο μήνυμα ότι όλοι είμαστε ίδιοι και το πολεμάμε και το κερδίζουμε, ο ένας δίνει θάρρος στον άλλον. Και αυτό μετράει. Είμαστε το ίδιο τρωτοί αλλά και το ίδιο νικητές.
Βιώσατε αυτή τη μεγάλη προσωπική περιπέτεια ενώ μαινόταν η πανδημία (σ.σ. διαγνώστηκε πέρυσι με πολλαπλό μυέλωμα). Το προσωπικό επισκίασε λίγο το παγκόσμιο;
- Νομίζω ότι η πανδημία δεν άφησε κανέναν αλώβητο. Ίσως πολύ περισσότερο από ό,τι ακόμα το καταλαβαίνουμε. Έχω την αίσθηση ότι θα γραφτούν πάρα πολλά βιβλία πέραν των ιατρικών, ψυχολογικά και κοινωνικά, για τις τεράστιες αλλαγές που άφησε πίσω της.
Όπως;
- Αυτά τα δύο χρόνια δημιουργήθηκε μια άλλη αντίληψη ποιότητας ζωής που θα καταγραφεί πολύ δυναμικά και στην οικονομία. Κατ’ αρχάς άφησε ένα τρομακτικό αποτύπωμα στη νεολαία. Ένα αποτύπωμα που μεταφράζεται σε «περισσότερο σπίτι, έξω, δεν με νοιάζει τόσο πολύ το ύψος του μισθού, αλλά ο χρόνος μου και πώς τον περνάω». Φθάνουν νέοι γιατροί να λένε «εγώ δεν θέλω το ωράριο αυτό, θέλω μειωμένο», αληθινά πρωτάκουστο για γιατρό. Το συνταρακτικό είναι ότι αυτό δεν γίνεται στη δικιά μου γενιά. Γίνεται στους νέους. Ούτε καν στους millennials. Γίνεται στους εικοσάρηδες, τους εικοσιπεντάρηδες. Έρχεται δηλαδή αυτή η γενιά, η οποία δεν έχει περάσει αυτά που έχουμε περάσει εμείς- που έχουμε γαλουχηθεί με το «μόνο δουλειά» και που ούτε ξέρω πόσα θυσιάσαμε για χάρη της. Και αυτή η γενιά αποφασίζει, πολύ πριν τα θυσιάσει, ότι δεν έχει καμία διάθεση να το κάνει!
Κάποια άλλη αλλαγή;
- Το ότι η εξάρτηση από την τεχνολογία αγγίζει τα όρια του 80%- 85%, ότι όλα, η διασκέδαση, οι προσωπικές σχέσεις περνούν μέσα από το μηχάνημα. Η απόλυτη δηλαδή απομόνωση του ανθρώπου.