Το μαρτυρολόγιο είναι μια ψυχωφελής διήγηση, που δεν αφίσταται της πραγματικότητας, και η οποία ανέκαθεν ενθάρρυνε και εμψύχωνε τον υπόδουλο ελληνικό λαό.
Ο Κωνσταντίνος Κατσίφας γεννήθηκε την 3η Σεπτεμβρίου του 1983 μ.Χ στο χωριό Βουλιαράτες της βορείου Ηπείρου από ευσεβείς γονείς, τον Ιωάννη και τη Βασιλική, οι οποίοι τον ανέθρεψαν με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως. Η Δερόπολη , στην οποία ανήκε το χωρίο αυτό, ήταν το πνευματικό κέντρο των Ελλήνων της βορείου Ηπείρου, που αγωνίζονταν σκληρά και καθημερινά για να διατηρήσουν την πίστη τους στον Χριστό, την ελληνική τους γλώσσα και συνείδηση. Τα χρόνια όμως εκείνα στην Αλβανία , η οποία κατείχε τις περιοχές αυτές της Ηπείρου, ήταν πολύ δύσκολα. Επικρατούσε φτώχεια και ανελευθερία. Εκκλησίες γκρεμίζονταν και χριστιανοί διώκονταν και βασανίζονταν. Σε ηλικία επτά ετών ο Κωνσταντίνος με τους γονείς του μετακινούνται νοτιότερα στην ελεύθερη Ελλάδα, προκειμένου να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους ελεύθερα και εν νουθεσία Κυρίου. Ο Κωνσταντίνος μεγάλωσε αλλά δεν ξέχασε ποτέ τον τόπο καταγωγής του, τον οποίο επισκεπτόταν συχνά βοηθώντας και εμψυχώνοντας τους συγχωριανούς του. Ήταν το παλικάρι του χωριού. Οικοδόμος στο επάγγελμα, καταπιανόταν επιτυχώς με πολλές τεχνικές εργασίες. Όσο μεγάλωνε, τόσο συχνότερα επισκεπτόταν τους Βουλιαράτες αλλά και στην Ελλάδα ήταν παρών σε κάθε εθνικό προσκλητήριο. Ήταν φιλότιμος, φίλεργος, φιλάδελφος και πάντα πρόθυμος να δώσει χείρα βοηθείας στον πλησίον του. Το θαυμαστό ξυλόγλυπτο τέμπλο του Αγίου Αθανασίου στους Βουλιαράτες εκείνος το είχε επισκευάσει μετά από τις ζημιές που είχε υποστεί από ασεβείς. Σημαιοστόλιζε το χωριό του και γιόρταζε με την ψυχή του τις εθνικές επετείους αλλά δεν παρέλειπε ποτέ να μελετά τους Πατέρες, την Παράδοση και τη Θεολογία της Εκκλησίας. Προσευχόταν θερμά νύχτα μέρα. Συχνά πεζοπορούσε μέχρι το ερειπωμένο Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου λίγα χιλιόμετρα πάνω από το χωριό του, όπου αγρυπνούσε προσευχόμενος στην Υπεραγία Θεοτόκο, δίνοντας λατρευτική ζωή και θεία λάμψη σ’ έναν έρημο τόπο.
Ο Κωνσταντής είχε πια φτάσει τα 35 έτη. Η παρουσία του όμως στα χωριά της βορείου Ηπείρου και κυρίως η δράση του υπέρ των θρησκευτικών και εθνικών δικαιωμάτων των συγχωριανών του ενόχλησε τον κυβερνήτη της Αλβανίας, Έντι Ράμα, ο οποίος δεν φημιζόταν για την αγάπη του στους χριστιανούς και στους Έλληνες. Έτσι ένα πρωινό της 28ης Οκτωβρίου του 2018 μ.Χ, ημέρα εθνικής επετείου και με αφορμή τον σημαιοστολισμό του παρακείμενου ελληνικού στρατιωτικού κοιμητηρίου από τον ίδιο τον Κωνσταντή, ο Έντι Ράμα έστειλε μια ειδική και πάνοπλη ομάδα πραιτωριανών , η οποία τον κατεδίωξε στους γύρω λόφους και τελικώς τον σκότωσε. Λέγεται ότι οι πρώτοι αλβανοί αστυνομικοί, που έλαβαν εντολή να τον θανατώσουν πριν έρθει η ειδική μονάδα, δίστασαν να αφαιρέσουν την ζωή από τον άκακο αυτό άνθρωπο του Θεού. Ο Κωνσταντίνος με την γενναιότητα που τον διέκρινε καθ’ όλο τον βίο του, δεν κρύφτηκε, περίμενε τους διώκτες του σ’ έναν βράχο, κι όταν πλησίασαν, άνοιξε τα χέρια του διάπλατα σχηματίζοντας με το σώμα του το σχήμα του ζωοποιού Σταυρού, φώναξε ζήτω η Ελλάδα και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο λαμβάνοντας την ίδια στιγμή τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου. Οι Αλβανοί κατόπιν πήραν το σώμα του Κωνσταντίνου και δεν το παρέδιδαν, όπως συχνά συνέβαινε και τότε επί οθωμανοκρατίας. Μετά από αγώνες και προσευχές το τίμιο σώμα του Κωνσταντίνου επεστράφη στην οικογένειά του για να τελεστεί θεοπρεπώς η εξόδιος ακολουθία και η ταφή του την 8η Νοεμβρίου2018 μ.Χ , ανήμερα των Αγίων Ταξιαρχών. Πλήθος συγκινημένων χριστιανών από όλο τον ελληνικό κόσμο παρευρέθη στους Βουλιαράτες εκείνη την ημέρα. Πολλοί απ’ αυτούς κατεδιώχθησαν επίσης από τις κρατικές αλβανικές αρχές περνώντας την νύχτα τους στα κρατητήρια.
Ο λαός μας τιμά την μνήμη του Κωνσταντίνου Κατσίφα από τους Βουλιαράτες την 28η Οκτωβρίου.
Η διήγηση αυτή εν είδει συναξαριστή μπορεί να αποκτήσει και συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν είναι και λίγο να μεγαλώνει ο κατάλογος των νεομαρτύρων και εθνομαρτύρων μας. Είναι ευλογία, που πηγάζει απ’ την ορθοδοξία, και γεννά αισιοδοξία. Η ακλόνητη πίστη ορισμένων να αγωνισθούν και να θυσιασθούν χάριν των ιδανικών τους προκαλεί βαθύτατη εντύπωση σε μια εποχή, που νομίζει πως έχει ξεπεράσει την θυσία και την αυταπάρνηση ως τρόπο ζωής.
Δεν είναι όμως και παράλογο. Διότι, αν δει κανείς τριγύρω του ψύχραιμα και χωρίς προκαταλήψεις θα διαπιστώσει πως δεν εκλείπουν ούτε στην εποχή μας οι δοκιμασίες, η καταπίεση και οι διώξεις.
Στάθης Κεφαλούρος – himara.gr