Σοκαριστική είναι η ομοιότητα στην φυσιογνωμία της Ειρήνης Μουρτζούκου, της 24χρονης που εμπλέκεται στον θάνατο 5 βρεφών στην υπόθεση της Αμαλιάδας, με serial killer στην Βρετανία.
Το παρουσιαστικό της προσομοιάζει με της Μπέβερλι Αλίτ ( Beverley Gail Allitt), της γυναίκας που καταδικάστηκε για την δολοφονία 4 μωρών, την απόπειρα σε 3 ακόμη και την πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών σε άλλα 6 στο Grantham and Kesteven Hospital.
Φρικτές ομοιότητες…
Η Beverley Gail Allitt είναι Αγγλίδα κατά συρροή δολοφόνος που καταδικάστηκε για τη δολοφονία τεσσάρων βρεφών, την απόπειρα δολοφονίας άλλων τριών και την πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών σε άλλα έξι στο Grantham and Kesteven Hospital, Lincolnshire, μεταξύ… pic.twitter.com/wYOAx3ZpLM
— olympiaGR (@olympiada) November 4, 2024
Η φρικώδης δράση της νοσοκόμας έλαβε χώρα από τον Φεβρουάριο έως και τον Απρίλιο 1991.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Υπόθεση Μπέβερλι Άλιτ: Η νοσοκόμα, γνωστή και ως «Άγγελος του Θανάτου», που καταδικάστηκε σε 13 φορές ισόβια για τον θάνατο και την απόπειρα δολοφονίας μωρών
Η έρευνα της αστυνομίας οδήγησε στη σύλληψη της Λούσι Λέτμπι το 2018 και 2019 (ακολούθως, είχε αφεθεί ελεύθερη με εγγύηση) και ξανά τώρα, τον Νοέμβριο του 2020. Η Λέτμπι εργαζόταν ως νοσοκόμος από το 2011 έως το 2016, που εγκατέλειψε τη φροντίδα νεογνών κι έπιασε δουλειά ως υπάλληλος γραφείου. Προς το παρόν, δεν έχει γίνει γνωστή καμιά άλλη πληροφορία σχετικά με τις δολοφονίες και τις απόπειρες δολοφονίας, ωστόσο η περίπτωση της Λέτμπι φέρνει αμέσως στο νου την περίπτωση μιας άλλης νοσοκόμας, της Μπέβερλι Άλιτ, που είναι γνωστή ως «Άγγελος του Θανάτου».
Η Μπέβερλι Άλιτ είναι μία από τις πιο διαβόητες γυναίκες serial killer της Βρετανίας. Το 1991 εργαζόταν στην Πτέρυγα 4 του παιδιατρικού νοσοκομείου στο Γκράνθαμ και είχε διαπράξει τέσσερις δολοφονίες και εννέα απόπειρες δολοφονίας παιδιών και βρεφών, πριν γίνει αντιληπτή και συλληφθεί.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1991 ένα αγοράκι 7 μηνών, ο Λίαμ Τέιλορ, εισήχθη στο νοσοκομείο με λοίμωξη στο στήθος. Η Άλιτ έκανε τα πάντα για να δείξει στους γονείς ότι το παιδί τους ήταν σε καλά χέρια και τους έπεισε να πάνε στο σπίτι για να ξεκουραστούν. Όταν επέστρεψαν, τους είπε ότι ο Λίαμ χρειάστηκε επειγόντως βοήθεια επειδή δεν μπορούσε να αναπνεύσει, αλλά τώρα είχε αναρρώσει. Προσφέρθηκε εθελοντικά να τον προσέχει και τη νύχτα, οι γονείς ωστόσο παρέμειναν κι εκείνοι στο πλευρό του παιδιού τους. Πριν τα μεσάνυχτα, ο Λίαμ αντιμετώπισε πάλι έντονη αναπνευστική δυσκολία, αλλά συνήλθε. Όταν όμως η Άλιτ έμεινε μόνη με το αγόρι, η κατάστασή του επιδεινώθηκε δραματικά. Η Άλιτ κάλεσε ομάδα γιατρών για την ανάνηψή του. Εκείνοι απόρησαν που δεν είχε ακουστεί ο συναγερμός όταν το αγόρι σταμάτησε να αναπνέει. Ο Λίαμ υπέστη καρδιακή ανακοπή και παρά τις προσπάθειες της ιατρικής ομάδας υπέστη σοβαρή εγκεφαλική βλάβη και παρέμενε ζωντανός μόνο με μηχανική υποστήριξη. Τελικά, όταν οι γονείς αποφάσισαν να τον αποσυνδέσουν από τα μηχανήματα ακούγοντας τη συμβουλή των γιατρών, ο θάνατός του αποδόθηκε σε καρδιακή ανεπάρκεια. Η Άλιτ δε ρωτήθηκε τότε για τον ρόλο της στην υπόθεση.
Δύο βδομάδες αργότερα εισήχθη στο νοσοκομείο ένας 11χρονος με εγκεφαλική παράλυση που είχε υποστεί επιληπτική κρίση. Η Άλιτ ανέλαβε τη φροντίδα του, ώσπου κάποια στιγμή χρειάστηκε να καλέσει την ομάδα ανάνηψης που βρήκε το παιδί μπλε, χωρίς σφυγμό. Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών, το παιδί δεν συνήλθε. Στη νεκροψία δεν βρέθηκε προφανής αιτία θανάτου και αυτός αποδόθηκε επίσημα στην επιληψία.
Η ενός έτους Κέιλι Ντέσμοντ εισήχθη στο νοσοκομείο στις 3 Μαρτίου του 1991 με λοίμωξη στο στήθος, από την οποία φάνηκε σύντομα να συνέρχεται. Μετά όμως από πέντε ημέρες, με την Άλιτ παρούσα, η Κέιλι υπέστη καρδιακή ανακοπή, στο κρεβάτι που μόλις πριν δεκαπέντε ημέρες είχε πεθάνει ο Λίαμ Τέιλορ. Χάρη στην ομάδα ανάνηψης συνήλθε και μεταφέρθηκε σε άλλο νοσοκομείο, όπου οι παθολόγοι ανακάλυψαν μια περίεργη τρύπα παρακέντησης κάτω από τη μασχάλη της. Ανακάλυψαν επίσης μια φυσαλίδα αέρα κοντά στο σημείο παρακέντησης, αλλά το γεγονός δεν διερευνήθηκε περισσότερο.
Ο πέντε μηνών Πολ Κράμπτον εισήχθη στο νοσοκομείο με μια ελαφρά βρογχική λοίμωξη. Ενώ ήταν στη φροντίδα της Άλιτ έπεσε τρεις φορές σε κώμα, λόγω διακυμάνσεων των επιπέδων ινσουλίνης του. Μεταφέρθηκε σε άλλο νοσοκομείο και συνήλθε.
Μετά, η Άλιτ έστρεψε την προσοχή της στα δίδυμα Κέιτι και Μπέκι Φίλιπς, που είχαν γεννηθεί πρόωρα. Όσο ήταν στη φροντίδα της Άλιτ, η Μπέκι εμφάνισε υπογλυκαιμία, αλλά δεν βρέθηκε η αιτία και το βρέφος στάλθηκε για ανάρρωση στο σπίτι. Στη διάρκεια της νύχτας όμως την έπιασαν σπασμοί, φαινόταν να πονάει αφόρητα και πέθανε. Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να βρουν την αιτία του θανάτου. Η Κέιτι, η δίδυμη αδερφή της Μπέκι, είχε δύο κρίσεις άπνοιας όσο ήταν στη φροντίδα της Άλιτ, τελικά μεταφέρθηκε σε άλλο νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ότι πέντε από τα πλευρά της είχαν σπάσει και είχε υποστεί σοβαρή εγκεφαλική βλάβη λόγω στέρησης οξυγόνου. Είναι ειρωνεία που η μητέρα της Κέιτι ήταν τόσο ευγνώμων στην Άλιτ που έσωσε τη ζωή του μωρού της, ώστε της ζήτησε να γίνει νονά της Κέιτι. Η Άλιτ δέχτηκε με χαρά, παρά το γεγονός ότι εξαιτίας της το βρέφος είχε υποστεί εγκεφαλική παράλυση και βλάβη στην όραση και την ακοή.
Ακολούθησαν τέσσερα ακόμη θύματα, όταν η αύξηση ανεξήγητων και ξαφνικών θανάτων και επειγόντων περιστατικών, όλα με την Άλιτ παρούσα, προκάλεσαν επιτέλους υποψίες στο νοσοκομείο. Η φονική δράση της Άλιτ τερματίστηκε με τον θάνατο της 15 μηνών Κλερ Πεκ, ενός ασθματικού βρέφους που χρειάστηκε αναπνευστικό σωλήνα, στις 22 Απριλίου 1991. Ακολούθησε έρευνα και σύντομα ανακαλύφθηκε ότι η Άλιτ ήταν η μόνη νοσοκόμα σε υπηρεσία τη στιγμή της κρίσης κάθε παιδιού και είχε ελεύθερη πρόσβαση στα απαραίτητα φάρμακα. Αν και ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων της μπορεί να μην είναι σαφής, είναι γνωστό ότι η Άλιτ δολοφόνησε 4 παιδιά, προσπάθησε να δολοφονήσει 3 και προκάλεσε σοβαρή σωματική βλάβη σε 6 ακόμη. Η Άλιτ αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμιξη στους θανάτους και τα επικίνδυνα περιστατικά, επιμένοντας ότι απλώς φρόντιζε τα θύματα. Η έρευνα στο σπίτι της όμως φανέρωσε τις σελίδες του ημερολογίου νοσηλείας από το νοσοκομείο που είχε σκίσει. Παραπέρα έρευνα στο ιστορικό της από αστυνομικούς κι επιστήμονες ψυχικής υγείας έδειξαν δυο σοβαρές διαταραχές από τις οποίες έπασχε η Άλιτ.
Μια είναι το Σύνδρομο Μυνχάουζεν, κατά το οποίο ο ασθενής προσποιείται ή προκαλεί ο ίδιος συμπτώματα ή σημάδια σωματικής ή ψυχικής ασθένειας για να τραβήξει την προσοχή. Η δεύτερη είναι το σύνδρομο Μυνχάουζεν δι’ αντιπροσώπου (Munchausen by Proxy). Αυτό είναι ένα σύνδρομο στο οποίο ο ασθενής προκαλεί σκόπιμα ασθένεια ή τραυματισμό σε ένα άλλο άτομο, συνήθως ένα παιδί, για να τραβήξει την προσοχή παριστάνοντας ακολούθως τον σωτήρα του. Παραδόξως η Μπέβερλι Άλιτ έπασχε και από τα δυο, πράγμα πολύ ασυνήθιστο. Σε όλη την παιδική κι εφηβική ηλικία της ήταν παθολογική ψεύτρα, τύλιγε με επιδέσμους πόδια ή χέρια ισχυριζόμενη ότι είχαν σπάσει κ.ά.
Μετά από πολλές καθυστερήσεις λόγω «ασθενειών» της (με αποτέλεσμα να χάσει 40 κιλά), στις 15 Φεβρουαρίου 1993 άρχισε η δίκη της. Η ασυνήθιστη συμπεριφορά της και το σύνδρομο Μυνχάουζεν και Μυνχάουζεν δι’ αντιπροσώπου αναλύθηκαν από καθηγητή παιδιατρικής στο δικαστήριο, ο οποίος στο τέλος επεσήμανε τη συχνότητα ασθενείας της, εξαιτίας της οποίας είχε καθυστερήσει η έναρξη της δίκης. Έκρινε ότι η Μπέβερλι Άλιτ δεν θα θεραπευθεί ποτέ και είναι κίνδυνος για όποιον έρθει σε επαφή μαζί της.
Η δίκη διήρκεσε σχεδόν δυο μήνες (η Άλιτ παρακολούθησε μόνο 16 μέρες λόγω «ασθενείας»). Στις 13 Μαΐου 1993 επιβλήθηκε στην Μπέβερλι Άλιτ ποινή 13 φορές ισόβιας κάθειρξης για ανθρωποκτονία και απόπειρα ανθρωποκτονίας. Ήταν η πιο σκληρή ποινή που επιβλήθηκε ποτέ σε γυναίκα στη Βρετανία αλλά, σύμφωνα με τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ήταν αντίστοιχη με την τρομακτική ταλαιπωρία των θυμάτων, των οικογενειών τους και την αμηχανία και ντροπή που είχε προκαλέσει στους επαγγελματίες της νοσηλευτικής. Η φρικτή φύση των εγκλημάτων της την έβαλε στη λίστα του Υπ. Εσωτερικών με εγκληματίες που δεν αποφυλακιστούν ποτέ.