Έχασα την κόρη μου πριν από 2 χρόνια.
Η Άννα μου διαγνώστηκε με μία σπάνια μορφή καρκίνου, όταν ήταν 11 ετών. Η ασθένειά της την ταλαιπώρησε καθ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας της μέχρι που τελικά πέθανε εδώ στο σπίτι, στο δωμάτιό της. Τα τελευταία της λόγια ήταν «Μαμά σε αγαπώ πολύ. Ήρθε η ώρα να φύγω. Μην ανησυχείς».
Δεν είχα το κουράγιο ούτε το γιατρό να πάρω τηλέφωνο να ‘ρθει να πιστοποιήσει το θάνατό της. Ο γιατρός, αλλά και το γραφείο κηδειών κλήθηκαν τρεις ώρες μετά. Τελευταία φορά την είδα ντυμένη νυφούλα στην κηδεία της. Ήταν πανέμορφη, όπως όταν ζούσε.
Το πρόσωπο της ήταν κουκλίστικο και τα ματάκια της κλειστά. Το μέτωπο της ήταν κρύο σαν να άγγιζες πέτρα. Ήταν το ίδιο μέτωπο που είχα αγγίξει τόσες φορές πριν για να δω αν έχει πυρετό. Ήταν το ίδιο μέτωπο που τόσες φορές είχα φιλήσει όταν ήταν μικρή. Ένα παιδί χαμογελαστό, ένα παιδί καλό που αγαπούσε ο, τι περπατούσε.
Και όμως έπρεπε να πω αντίο. Έπρεπε να το ξεπεράσω και να συνεχίσω να ζω. Αυτό πρέπει να κάνεις όταν κάποιος πεθαίνει μόνο που αυτός ο κάποιος δεν ήταν ο οποιοσδήποτε, αλλά η κόρη μου, το παιδί μου.
Ήθελα να ξαπλώσω δίπλα της και να πεθάνω την ίδια στιγμή. Προτιμούσα να θαφτώ και εγώ μαζί της παρά να την αποχωριστώ. Τον πρώτο καιρό σου φαίνεται βουνό. Βρίσκεσαι σε άρνηση και επίτηδες δεν αφήνεις το μυαλό σου να συνειδητοποιήσει τι έγινε. Λένε πως αν δεν τρελαθείς αυτές τις πρώτες μέρες, δεν θα τρελαθείς ποτέ.
Λένε ότι ο χρόνος γιατρεύει. Πέρασαν δύο χρόνια από τότε που έχασα την Άννα μου και όσο αλλάζουν οι εποχές, τόσο πιο πολύ πονάω. Μερικές φορές νιώθω ότι τρελαίνομαι και αναρωτιέμαι αν όντως υπήρχε στη ζωή μου. Αυτό είναι καινούργιο, δεν το είχα στην αρχή.
Τότε, τον πρώτο καιρό, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν τα τελευταία λεπτά της ζωής της και τις τελευταίες, αγωνιώδεις στιγμές πριν την κηδεία. Δεν θα ξαναδώ το εικονίδιο με τη φωτογραφία της στο messenger. Δεν θα ξανακούσω την πόρτα να ανοίγει και να είναι εκείνη. Δεν θα την ξαναδώ μπαίνοντας στην κουζίνα να με ρωτάει πόση ώρα θέλει ένα αυγό για να γίνει σφιχτό, όταν βράζει. Το δωμάτιό της είναι άδειο και θα παραμείνει έτσι.
Αλλά, τώρα; Η γέννηση της, η παιδική της ηλικία υπήρξαν όντως; Η ίδια η Άννα υπήρξε ή ήταν μία οπτασία; Ποιά είναι η πραγματικότητα; Αυτή που ζω ή αυτή που ζούσα μέχρι τώρα; Τις μέρες που δεν είμαι καλά, η σκέψη αυτή και μόνο με ενοχλεί. Νιώθω σαν να την κοροϊδεύω. Πώς γίνεται να αμφιβάλλω αν η κόρη μου υπήρξε;
Η θλίψη αλλάζει μορφή με τον καιρό, αλλάζει σχήμα. Τον πρώτο χρόνο ήταν οδυνηρή. Ήταν λες και ένα χέρι είχε πιάσει την καρδιά μου και την έσφιγγε. Τώρα η θλίψη μοιάζει περισσότερο με ένα μανδύα που έχει καλύψει τους ώμους μου. Μερικές φορές καλύπτει όλο μου το σώμα και με πονάει, ενώ άλλες φορές είμαι σε θέση να αντέξω τον πόνο και να σηκωθώ.
Αλλά και η χαρά έχει πάρει διαφορετική μορφή. Το γεγονός ότι κάποιες στιγμές χαίρομαι χωρίς να έχω την Άννα δίπλα μου είναι τρομακτικό. Τι σημαίνει; Ότι συνεχίζω τη ζωή μου; Ότι θεραπεύομαι;
Μισώ λέξεις, όπως «προχωράω» και «θεραπεύομαι». Τα συναισθήματα αυτά μου φαίνονται τελείως λάθος. Εξακολουθώ να κουβαλώ μαζί μου την Άννα όπου κι αν πάω, όχι κυριολεκτικά, όπως η φάλαινα. Τη νιώθω κοντά μου, αλλά δεν μπορώ να την αγγίξω. Νιώθω απελπισμένη, θέλω μόνο να αγγίξω το χέρι της, τα μαλλιά της ή να ακούσω τη φωνή της, αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ να φανταστώ το μέλλον χωρίς το παιδί μου. Θα επιβιώσω, αλλά δεν θα ζήσω ποτέ ξανά.
Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να κατανοώ τη μονιμότητα αυτής της απώλειας. Ξέρω ότι όλη μου η ζωή θα περάσει έτσι.
Κάθε χρόνο που περνάει, η απόσταση ανάμεσα σε εμένα και την Άννα θα μεγαλώνει. Η παιδική της ηλικία, η μυρωδιά της, η φωνή της, το πρόσωπο της, όλα αυτά θα αρχίσουν να ξεθωριάζουν και κάτι άλλο θα πάρει τη θέση τους. Αυτό έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει.
Συχνά πιάνω τον εαυτό μου να πιστεύει πως το πνεύμα της κυκλοφορεί στο σπίτι. Είμαι βέβαιη ότι μπορεί να με δει και να με ακούσει, αλλά όσο σκληρά κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να τη δω. Της μιλάω, διαβάζω τα τετράδιά της, τη ρωτάω και φαντάζομαι ότι μου απαντάει με την ωραία της φωνούλα και με συμβουλεύει.
Την κουβαλάω παντού μαζί μου, γιατί δεν μπορώ να την ξεχάσω, ούτε και θέλω. Μερικές φορές νιώθω ότι χάνομαι στις σκέψεις μου και βυθίζομαι στο σκοτάδι, αλλά δεν με νοιάζει. Δεν είμαι έτοιμη να την αφήσω να φύγει.
Ξέρω ότι η εξομολόγηση μου αυτή θα αναστατώσει πολλούς ανθρώπους. που θέλουν να με δουν να προχωράω, αλλά δεν υπάρχει καμία θεραπεία όταν χάνεις το παιδί σου. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να μάθεις πώς να ζεις σε μία νέα πραγματικότητα.
Η αγάπη εξακολουθεί να υπάρχει και είναι ατελείωτη, όπως και ο πόνος.
Μαρία-Ελένη
Μαμά της Άννας
Δεν αλλάζει ποτέ αυτό
Πηγή: singleparent.gr