Η Αγία Άννα μαζί με το σύζυγό της Ιωακείμ, έφτασαν ως τις μέρες μας να θεωρούνται από όλους τους χριστιανούς ως «οι προστάτες των άτεκνων ζευγαριών».
Στη ζωή της Άγιας Άννας υπήρχε και ένα μελαγχολικό σύννεφο. Υπήρχε μια πίκρα διότι έμεινε στείρα. Ο Θεός, είχε δώσει στην ενάρετη ζωή της, για δοκιμασία, την στέρηση της μητρότητας. Τον καιρό, δε, εκείνο, η ατεκνία είχε φοβερές κοινωνικές συνέπειες. Ο άτεκνος εθεωρείτο περιφρονημένος και ντροπιασμένος από τον Θεό και τους ανθρώπους.
Κανένας δεν έτρωγε ψωμί μ’ αυτόν που δεν είχε παιδί. Όταν πήγαινε στην Εκκλησία καθόταν τελευταίος. Και αν έδινε λειτουργία, συνηθιζόταν να την δίνει τελευταίος στον Ιερέα. Ζητάει, λοιπόν, η Αγία Άννα να επιβλέψει ο Θεός στην ταπείνωση της και να της δώσει παιδί. Ζητάει ένα παιδί θειο δώρο, που θα τους απάλλασσε από την ντροπή της ατεκνίας. Και αυτό δεν το θέλει δικό της. Υπόσχεται και λέει: «Θά τό ἀφιερώσω Κύριε σέ Σένα».
Ο Θεός που αγαπάει το πλάσμα Του, είδε τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς τους, απάντησε στις θερμές προσευχές τους. Και πως έγινε αυτό; Έστειλε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ στον Ιωακείμ που ήταν στο βουνό και του λέγει: «Χαῖρε Ἰωακείμ, καί εὐφραίνου, ἐγώ εἶμαι Ἀρχάγγελος Κυρίου καί ἦλθα νά σού πῶ, ὅτι πρόκειται νά γεννήσεις μία θυγατέρα, πού θά γεννήσει ἀπό τήν παρθενία τῆς τόν Βασιλιά τοῦ κόσμου καί Θεό. Ἄφησε λοιπόν τήν πολλή σου λύπη καί πικρία τῆς ψυχῆς σου καί πήγαινε στό σπίτι σου χαρούμενος. Φτάνουν οἱ τόσο πολλοί κόποι καί ἀναστεναγμοί. Ἄκουσε ό Θεός τή δέησή σου. Μόνο πήγαινε, πιστεύοντας στους λόγους μου και δόξαζε το Θεό.»
Ακούγοντας αυτά ο Ιωακείμ πήγε αμέσως στην Άννα και της είπε τα:«Ἄννα, , ἐπήκουσε Κύριος της δεήσεώς σου καί συλλήψει καί γεννήσεις, καί λαληθήσεται τό σπέρμα σου ἐν ὅλη τή οἰκουμένη». Καί εἶπεν Ἄννα, «ζῆ Κύριος ὁ Θεός μου, ἐάν γεννήσω εἴτε ἄρρεν, εἴτε θῆλυ, προσάξω αὐτό δῶρον Κυρίω τῷ Θεῶ μου καί ἔσται λειτουργῶν αὐτῶ πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ».
Εκείνη λοιπόν τη νύχτα, συνέλαβε η άγια Άννα τη Δέσποινα Θεοτόκο από τη σπορά του Ιωακείμ, γιατί μόνο ο Χριστός, γεννήθηκε χωρίς σπορά ανδρός. Ακολούθησαν ευτυχείς ημέρες απερίγραπτης χαράς για τους ευσεβείς Ιωακείμ και Άννα. Μετά τη γέννα, στις οχτώ μέρες, ήταν συνήθεια στους Εβραίους, οι γονείς του παιδιού να καλούν τους ιερείς, να τους φιλεύουν και να βάζουν το όνομα του παιδιού. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη συνήθεια αυτή, ο Άγιος Ιωακείμ και η Αγία Άννα καλέσανε τους ιερείς, τους φιλέψανε και ονομάσανε Μαριάμ. Το όνομα Μαριάμ σημαίνει Βασίλισσα. Σημαίνει επίσης, δώρο, ελπίδα, κυρία, Ωραία. Ήταν η πιο άγια γυναίκα, Άφθαρτη και Αμόλυντη και γι’ αυτό λέγεται Παναγία. Επί τρία ολόκληρα χρόνια χαρήκανε οι ευλαβείς γονείς την μικρή χαριτωμένη κόρη τους, έχοντάς την ανάμεσα τους και υμνολογώντας ευχαριστίες στο Θεό. Μόλις περάσανε τα τρία χρόνια, θυμήθηκαν οι γονείς της αυτό που τάξανε στο Θεό. Να χαρίσουν δηλαδή τη θυγατέρα τους στην Εκκλησία. Η Αγία Άννα για να τηρήσει την υπόσχεση της στο Θεό και να δώσει αυτό που έταξε, από τη διαδοχή του γένους της. Είπε λοιπόν:»Μόνο να γίνει αυτό που έταξα στο Θεό και ας μείνω χωρίς κληρονόμο, και ας μείνουν τα υπάρχοντα μου σε χέρια άλλων».