Μου αρέσει πολύ η σελίδα σας και σας ευχαριστώ που μου κρατάτε συντροφιά. Θέλω να σας διηγηθώ και εγώ τη δική μου ιστορία. Πως βρέθηκα από τη μια μέρα στην άλλη στο δρόμο με ένα παιδί , πώς ζητιάνευα για 1 χρόνο μαζί με το παιδί μου και πώς εκτίμησα αυτά που έχω σήμερα.
Έχασα τους γονείς μου σε τροχαίο όταν ήμουν 14 και ανέλαβε να με μεγαλώσει η θεία μου, αδερφή της μητέρας μου. Δυστυχώς δίπλα της έχασα όλη μου την εφηβεία, τις παρέες και την ανεμελιά γιατί κάθε μέρα μετά το σχολείο με υποχρέωνε να τη βοηθάω με την επιχείρηση της (είχε φούρνο) και όταν γυρνούσα αργά το βράδυ στο σπίτι έπρεπε να διαβάζω. Για τη θεία μου ήμουν ένας τσάμπα υπάλληλος και τίποτα άλλο. Με τα ίδια ρούχα πήγα να μείνω σπίτι της και με τα ίδια έφυγα όταν παντρεύτηκα. Μόλις ενηλικιώθηκα, γαντζώθηκα από τον πρώτο άντρα που βρήκα μπροστά μου για να κάνω την οικογένεια που δεν είχα. Και ευτυχώς στάθηκα τυχερή αλλά και πολύ άτυχη.
Ήταν 20 χρόνια μεγαλύτερος. Εγώ 19 αυτός 39. Μου φερόταν καλά με φρόντιζε και με αγαπούσε. Ήταν σπάνιος άνθρωπος ο άντρας μου αλλά με σάπιους συγγενείς. Ήμασταν μαζί 2 χρόνια και στο σπίτι έμενε και η μητέρα του. Μια μέρα ήρθε η αστυνομία και μας είπαν πως σκοτώθηκε σε τροχαίο. Μετά από μια βδομάδα η μάνα του και ο αδερφός της με πέταξαν έξω μαζί με το παιδί. Δεν πρόλαβα καλά καλά να τον κλάψω. Ο γιος μου ήταν τότε 7 μηνών.
Αμέσως έτρεξα στη θεία μου αλλά δεν με δέχτηκε γιατί δεν ήθελε να έχει μπλεξίματα με τη μάνα του και το σόι του. Φίλους δεν είχα ούτε άλλους συγγενείς. Πήγα σε έναν ξενώνα γυναικών και ζήτησα να κοιμηθώ εκεί. Μου είπαν πως μπορούσαν να με φιλοξενήσουν μόνο για εκείνο το βράδυ γιατί υπήρχαν άλλες γυναίκες με μεγαλύτερη ανάγκη. Έκατσα εκείνο το βράδυ και την επόμενη μέρα πήρα το παιδί και πήγα να βρω δουλειά. Ένα μήνα έψαχνα δουλειά αλλά όταν μου ζητούσαν να δηλώσω διεύθυνση και δεν δήλωνα, καταλάβαιναν και φοβόντουσαν να με πάρουν. Ένα μήνα κοιμόμουν πότε χαριστικά στον ξενώνα γιατί η υπεύθυνη συμπάθησε το γιο μου, πότε στα παγκάκια και πότε σε εισόδους πολυκατοικιών ώστε αν γινόταν κάτι να χτυπούσα τα κουδούνια.
Η πείνα σε οδηγεί να κάνεις πράγματα που ποτέ δεν πίστευες πως θα έκανες. Όλα πέρασαν από το μυαλό μου για να ζήσουμε, μέχρι και η πορνεία. Πολλοί με πλησίασαν για να κάνω διάφορα αλλά όποτε τύχαινα σε τέτοια περιστατικά, έφευγα και άλλαζα περιοχή για λίγο. Δεν άντεξα χωρίς δουλειά και φαγητό και άρχισα να ζητιανεύω. Στα τρένα, στα φανάρια, παντού. Έβγαζα 500-1000 δραχμές τη μέρα και το απόγευμα πήγαινα στο σούπερ μάρκετ και έπαιρνα γάλα, ψωμί και πάνες του παιδιού. Καμιά φορά δεν έβγαζα και τίποτα. Πολλές νύχτες έκλαψα για τον άντρα μου και πολλές μέρες εκεί που άπλωνα το χέρι σκεφτόμουν πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν πέθαινε. Αν το παιδί μου θα είχε κρεβατάκι όπως τα άλλα παιδιά αν θα είχε παιχνίδια και ρούχα.
Έζησα την απόλυτη ζεστασιά από ανθρώπους που με έβλεπαν με το παιδί και μου έφερναν ρουχαλάκια, φαγητά, γλυκά. Ένας κύριος, μου άφησε μια μέρα ένα ολόκληρο χιλιάρικο. Έζησα και την απόλυτη ταπείνωση όμως από ανθρώπους που αντί για κέρματα άφηναν στα χέρια μου προφυλακτικά, τσίχλες, χαρτομάντηλα λερωμένα. Στην αρχή έκλαιγα, σιγά σιγά συνήθισα. Καμιά φορά όταν ήταν γιορτές και μου έδιναν παραπάνω λεφτά, πήγαινα σε ξενοδοχείο και μέναμε με το παιδί 1-2 μέρες να κάνουμε ένα μπάνιο και να κοιμηθούμε σε ζεστό πάπλωμα. Για εμάς αυτές ήταν οι διακοπές μας.
Με τον καιρό η ντροπή ξεπεράστηκε και η ζητιανιά έγινε η καθημερινότητα μου. Δεν θα ξεχάσω μια μέρα, ήταν η μέρα που έπαιρναν οι ηλικιωμένοι τις συντάξεις και είχα πάει από το πρωί να ζητιανέψω έξω από μια τράπεζα, που είδα τη θεία μου και γύρισα τη πλάτη μου για να μη με δει και με γνωρίσει. Πάντα φοβόμουν μήπως πέσω πάνω σε γνωστό ή μη μου φέρουν τη πρόνοια και μου πάρουν το παιδί γι αυτό άλλαζα συχνά περιοχές. Ο γιος μου έμαθε να περπατάει στο δρόμο και τις πρώτες του λέξεις στο δρόμο τις είπε.
Τα Χριστούγεννα του 1996 το μαρτύριό μας πήρε τέλος. Η υπεύθυνη του ξενώνα μου είπε ότι η θεία της χρειαζόταν μια γυναίκα να την περιποιείται γιατί αυτή που είχαν, ήθελε να βγει σε σύνταξη. Από το δρόμο βρέθηκα ξανά σε σπίτι με κρεβάτι, με μπάνιο, με ζεστασιά. Τον πρώτο καιρό έπαθα κλειστοφοβία ένιωθα πως όλα με πλακώναν γιατί είχα μάθει να είμαι έξω. Είχα όμως φαγητό, δουλειά και σπίτι για το παιδί. Η θεία της έγινε η θεία και η μητέρα που δεν είχα ποτέ. Ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος που αγκάλιασε και εμένα και το παιδί μου σαν να μας γνώριζε χρόνια.
Όταν πέθανε μου άφησε ένα διαμέρισμα λίγο παρακάτω και πήγα και έμεινα με το παιδί μου. Μου έκανε εντύπωση που ενώ η μητέρα του άντρα μου έκανε τα πάντα για να με πετάξει έξω , οι συγγενείς μιας άγνωστης δεν μου είπαν ποτέ τίποτα που μου άφηνε κληρονομιά. Ακόμα κλαίω από ευγνωμοσύνη και την ευχαριστώ που με βοήθησε να σταθώ στα πόδια μου. Από τότε δεν ξαναβγήκα στο δρόμο. Καθάριζα σπίτια και σκάλες, δούλεψα και σε σούπερ μάρκετ για να ζήσουμε αλλά είχα μια στέγη. Ο γιος μου είναι σήμερα 21 χρονών φοιτητής και ευτυχώς δεν θυμάται τα χρόνια που μέναμε στο δρόμο. Δεν του έχω πει τίποτα γιατί δεν θέλω να τον στενοχωρήσω, δεν έχει σημασία πια. Τώρα είμαστε καλά.
Έμαθα έτσι με τον πιο άγριο τρόπο, να εκτιμώ τη κάθε μέρα. Τη φέτα το ψωμί, τα 50 λεπτα του ευρώ, το ρεύμα στη λάμπα μου, τον καφέ στο φλιτζάνι μου, τα τραγουδάκια μου στο ράδιο. Και όταν βλέπω άνθρωπο να ζητιανεύει του δίνω και τη ψυχή μου. Γιατί ξέρω πως είναι να νιώθεις ότι στην πατάνε…
*Ευχαριστούμε τη κυρία Αργυρώ, αναγνώστρια της σελίδας μας, που μας αφηγήθηκε την υπέροχη ιστορία της και μας έδωσε ένα μάθημα ζωής.