H Υεμένη μπορεί να αντιμετωπίσει τον χειρότερο λιμό στον κόσμο τα τελευταία 100 χρόνια, αν δεν σταματήσουν οι αεροπορικές επιδρομές από τον συνασπισμό υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, προειδοποιεί ο ΟΗΕ. Σύμφωνα με τον διεθνή οργανισμό 13 εκατομμύρια άνθρωποι στη χώρα βρίσκονται ήδη αντιμέτωποι με τον θανάσιμο κίνδυνο του υποσιτισμού.
«Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν κινδυνεύουν τόσοι πολλοί άνθρωποι από υποσιτισμό», σχολιάζει η ανταποκρίτρια του BBC, Όλγκα Γκέριν. «Ήμουν εδώ στη Σαναά πριν από δύο χρόνια και είναι πραγματικά σοκαριστικό να βλέπω πόσο έχει επιδεινωθεί από τότε η κατάσταση», συνεχίζει.
Όπως δήλωσε η Λίζα Γκράντε, επικεφαλής ανθρωπιστικών συντονιστών των Ηνωμένων Εθνών: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να ντρεπόμαστε και πρέπει να κάνουμε ό, τι είναι δυνατόν για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους που υποφέρουν και βεβαίως να τερματιστεί η σύγκρουση».
Οι δρόμοι είναι σχεδόν άδειοι στην πρωτεύουσα Σαναά, καθώς η έλλειψη καυσίμων που παρατηρείται εδώ και μία εβδομάδα έχει αναγκάσει εκατοντάδες χιλιάδες οχήματα να «πεθαίνουν σιωπηλά» στους δρόμους, μετατρέποντας την πολυσύχναστη πρωτεύουσα σε πόλη -φάντασμα.
«Πεθαίνουμε… είναι μια μαζική γενοκτονία» λέει ο Μοχάμεντ Σίχερ ιδιοκτήτης ταξί ο οποίος περιμένει εδώ και τρεις μέρες στην ουρά μπροστά σε ένα βενζινάδικο για να γεμίσει το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου του.
Ο 35χρονος Μοχάμεντ ήταν δάσκαλος σε δημόσιο σχολείο. ‘Ομως, όπως εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι που ζούσαν στις βόρειες επαρχίες που ελέγχονται από τους αντάρτες, έχει να πληρωθεί πάνω από τρία χρόνια.
Στους κεντρικούς δρόμους της Σαναά εκατοντάδες άνθρωποι περπατούν καθώς τα οχήματα των δημόσιων συγκοινωνιών έχουν ξεμείνει από καύσιμα. Αρκετοί εργαζόμενοι αναγκάζονται να περπατάνε πάνω από μία ώρα για να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι τους.
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Υεμένη μαίνεται εδώ και τρία χρόνια, όταν οι αντάρτες Χούτι με τη στήριξη του Ιράν, κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας, Σαναά.
Η ανεπιτυχής πολιτική μετάβαση λίγο μετά την Αραβική Άνοιξη το 2011 από τον επί 33 χρόνια Πρόεδρο Σάλεχ στον νέο Πρόεδρο Μανσούρ Χάντι αποτέλεσε την απαρχή της εμφύλιας διαμάχης. Ο Χάντι, ο οποίος πλέον έχει διαφύγει στη Σαουδική Αραβία, δεν κατάφερε να διατηρήσει ένα σταθερό κράτος λόγω της σωρείας των προβλημάτων που ταλάνιζαν τη χώρα.
Οι σιίτες αντάρτες μπήκαν στην πρωτεύουσα Σαναά τον Σεπτέμβριο του 2014 και συνέχισαν την προέλασή τους, καταλαμβάνοντας τεράστια τμήματα της χώρας. Η απόλυτη φρίκη ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2015 με την επέμβαση της στρατιωτικής συμμαχίας υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας.
Το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας και της Γαλλίας, στηρίζουν τον Χάντι αναγνωρίζοντάς τον ως την επίσημη κυβέρνηση της Υεμένης και σφυροκοπούν τη χώρα από αέρος, αποκλείοντας ταυτόχρονα την πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια.
Από το 2015 οπότε και ξεκίνησε ο πόλεμος δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν σκοτωθεί και εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί, σύμφωνα με στελέχη ανθρωπιστικών οργανώσεων. Μάλιστα, οι δολοφονίες και η κακοποίηση αμάχων, συμπεριλαμβανομένων πολλών παιδιών, έχει αυξηθεί τους τελευταίους τρεις μήνες σύμφωνα με τους εργαζόμενους στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας.
Τον περασμένο μήνα, η οργάνωση Save the Children προειδοποίησε ότι οι μάχες μετατράπηκαν σε έναν «πόλεμο στα παιδιά». Κατά την επίσκεψή του στην Υεμένη, ο διευθύνων σύμβουλος της οργάνωσης, Helle Thorning-Schmidt, προειδοποίησε για την αύξηση των χτυπημάτων σε σχολεία και νοσοκομεία, ενώ τα παιδιά βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της βίας. Τα ύποπτα κρούσματα χολέρας στα κέντρα νοσηλείας που υποστηρίζει η Save the Children έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί και στις ιατρικές εγκαταστάσεις που υποστηρίζονται από τη ΜΚΟ καταγράφηκε αύξηση των ύποπτων κρουσμάτων κατά 170% (1.342 τον Αύγουστο, από 497 τον Ιούνιο).
Περίπου το 30% των ύποπτων κρουσμάτων είναι παιδιά ηλικίας κάτω των πέντε ετών, διευκρινίζει η οργάνωση, που εκφράζει έντονη ανησυχία για την τύχη 100.000 παιδιών που υφίσταται ακραίο οξύ υποσιτισμό και διατρέχουν ακόμη πιο μεγάλο κίνδυνο να μολυνθούν και να πεθάνουν από ασθένειες που προκαλούν διάρροια, όπως η χολέρα. Συνολικά, σύμφωνα με τις ΜΚΟ, έχουν καταγραφεί πάνω από 23.000 ύποπτα κρούσματα από τις αρχές του 2018.