Μέσα στην Αγία Γραφή ακούγεται η πρόσκληση «υιέ μου δος μοι σην καρδίαν». Την καρδιά του ανθρώπου ζητά ο Θεός, για ναζει και να αναπνέει με το θέλημά Του.
Μέσα ακόμη όμως και στον χώρο των λεγομένων πιστών δεν κυριαρχεί, δυστυχώς, το θέλημα του Θεού, αλλά το ίδιον θέλημα. Εδώ τα πράγματα γίνονται τραγικά, διότι ενώ γνωρίζουν το λόγο του Θεού, όμως τον διαμορφώνουν σύμφωνα με τα μέτρα τους.
Πνευματικοί «γέροντες» κόβουν και ράβουν όπως βολεύει στην άνεση και την ευκολία των τέκνων τους, μόνο και μόνο για να μη τους χάσουν και να ονομάζονται οι ίδιοι καλοί και άγιοι και όχι για να καθοδηγούν αυτούς που τους εμπιστεύτηκε ο Θεός προς την σωτηρία τους.
Νομοθετούν δικές τους γνώμες και παραθέτουν παραδόσεις που έλαβαν χωρίς να ελέγξουν αν είναι η Παράδοση της Εκκλησίας, άσχετα αν είναι κάτι το παλαιικό.
Κάθε παλαιικό δεν είναι και παράδοση του Ευαγγελίου. Το θέλημα του Θεού αντικαθίσταται με ένα «έτερον ευαγγέλιον» και γίνεται ένας σκοτεινός ανελεύθερος γεροντισμός με παραδόσεις ανίερες και εντάλματα ανθρώπων χάριν επιβολής εξουσίας πνευματικής και αιχμαλωσίας ψυχών.
Έτσι π.χ. για το θέμα της Θείας Κοινωνίας δεν επικρατεί το θέλημα του Θεού, αλλά η παράδοση των ανθρώπων. Φορτώνουν τους χριστιανούς με δυσβάστακτα βάρη και «παραδόσεις» και αυτό γίνεται έμμεσα η αιτία να απομακρύνονται από την Θεία Κοινωνία.
Επιβάλλουν δηλαδή νηστείες του λαδιού και του αλάδωτου με έντονο τον καταναγκασμό και τον φόβο. Ορίζουν χρόνους και διαστήματα προσέλευσης στο Μυστήριο, αγνοώντας το λόγο του Χριστού και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας περί συνεχούς Θείας Κοινωνίας.
Απαιτούν την νηστεία ως απαραίτητο γεγονός πριν από την μετοχή τους στο Μυστήριο, πράγμα που δεν υπάρχει πουθενά γραμμένο αλλά από την άλλην μεριά… παραδεδομένο. Όλα εστιάζονται στο τι θα φάγουν και τι θα πιουν και πότε και μέχρι ποια ώρα, και αφήνουν την κύρια καλλιέργεια της πνευματικής προετοιμασίας που συγκεκριμενοποιείται στην πρόσκληση: «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε».