Το σπάνιο αποτύπωμα πήραν σπουδαστές του Πολυτεχνείου την ημέρα που πέθανε τυφλός και λησμονημένος. Δεν είχε σύνταξη και ζητιάνευε.
Ο οπλαρχηγός του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Νικήτας Σταματελόπουλος, έγινε γνωστός ως Τουρκοφάγος επειδή πολέμησε γενναία τους Τούρκους στους μεγάλους αγώνες του έθνους, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του φτωχός και περιφρονημένος.
Μετά την είδηση του θανάτου του, οι σπουδαστές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου τοποθέτησαν έκτυπο πλασμένο στο πρόσωπό του και αποτύπωσαν τη μορφή του.
Για να σχηματίσουν το καλούπι, άλειφαν το πρόσωπο με λιπαντική ουσία, στη συνέχεια άπλωναν στρώματα κεριού ή γύψου και ενδιάμεσα τοποθετούσαν γάζες και κλωστές για να είναι ανθεκτικό το καλούπι.
Ανάλογα είχαν πράξει και σε άλλους επιφανείς άνδρες της Επανάστασης, των οποίων τα προσωπεία φιλοξενούνται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Τα εκμαγεία ήταν δωρεά του ΕΜΠ που τότε ονομαζόταν Σχολείον των Τεχνών.
Εκείνη την περίοδο, διευθυντής ήταν ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου και καθηγητές σημαντικοί Έλληνες και Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες.
Η αποτύπωση των μορφών έγινε από τους σπουδαστές στο πλαίσιο του μαθήματος της πλαστικής, της γλυπτικής και της γυψογραφίας.
Σκοπός ήταν να διασωθεί η μορφή τους, ώστε να μπορέσουν οι γλύπτες του μέλλοντος να τους φιλοτεχνήσουν σε αγάλματα.
Στο προσωπείο του Νικηταρά διακρίνεται οίδημα στο δεξί μάτι, καθώς τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπασχε από ζάχαρο, χωρίς να το γνωρίζει, με αποτέλεσμα να χάσει την όραση του.
O Νικηταράς ήταν ανιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Σύμφωνα με αναφορές της εποχής, ο Νικηταράς ήταν τόσο γρήγορος που μπορούσε να φτάσει το γρηγορότερο άλογο και να πηδήξει με ένα άλμα πάνω από επτά άλογα.
Από αυτό του το χάρισμα προέρχονται και οι στίχοι του τραγουδιού «Στα Τρίκορφα»:
«Πού ‘σαι, μωρέ Νικηταρά,
πού ‘χουν τα πόδια σου φτερά,
μες στους κάμπους πως κοιμάσαι,
και τους Τούρκους δε φοβάσαι».
Άγαλμα του ήρωα Νικηταρά στο Χιλιομόδι Κορινθίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικήτας Σταματελόπουλος
Μετά την απελευθέρωση, δεν απέκτησε ούτε αξιώματα ούτε χρήματα και έζησε με την οικογένεια του στον Πειραιά.
Απόδειξη της δύσκολης οικονομικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν, ήταν ο έρανος που έγινε το 1822 για να κινήσουν οι Υδραίοι στόλο. Ο Νικηταράς πρόσφερε το μόνο που είχε, ένα σπαθί λάφυρο από τον Κιαμίλ Μπέη. Οι Υδραίοι συγκινήθηκαν από την κίνησή του και του το έστειλαν πίσω.
Μετά την αποφυλάκιση του, η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε να του προσφέρει σύνταξη και αναγκάστηκε να ζητιανεύει κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελιστρίας, μέχρι τον θάνατό του το 1849.