Ο Νίκος Ιωαννίδης είναι ένας «κανονικός» άνθρωπος. Γεννήθηκε το 1975 στην Καβάλα, από πατέρα εργάτη στα μάρμαρα και μητέρα εργάτρια σε εργοστάσια και φούρνους. Ζει με τη σύντροφό του, την Άννα, με την οποία είναι μαζί από την Γ΄ Λυκείου και τις δύο κόρες τους. Κάθε μέρα ξυπνάει χαράματα για δουλειά.
Κάποια στιγμή όμως, έχει γράψει: «Ήμασταν ατυχήματα εν αναμονή», με μια αναπάντεχη ποιητικότητα. Αυτή είναι φράση που χαράχτηκε στη μνήμη μου από το βιβλίο του Μια Εποχή στο Τσιμέντο (εκδόσεις Τόπος), ένα βιβλίο για τον ΠΑΟΚ και την κερκίδα.
Ένα βιβλίο για τον old school χουλιγκανισμό στην Ελλάδα, έστω κι αν ο ίδιος, όπως γράφει, δεν υπήρξε χούλιγκαν, με την κλασική έννοια του όρου -πέτρες, ξύλο, μαχαιρώματα- και δεν έχω λόγο να τον αμφισβητήσω.
Ο Νίκος και ο Ισοβίτης είναι το ίδιο πρόσωπo.
Ο «Ισοβίτης», όμως, όχι, δεν είναι «κανονικός». Για τον Ισοβίτη η κανονικότητα χάθηκε στο τσιμέντο της Τούμπας, σ’ αυτό που πρωτοπάτησε όταν ήταν ακόμη παιδί, στα κάγκελα που σκαρφάλωσε με τρόμο την πρώτη φορά, μήπως σκοντάψει και ρεζιλευτεί, στο μαύρο πανί από κουρτίνα που πάνω του χαράχτηκε το «Ισοβίτες» και μαζί ταξίδεψαν παντού, μέχρι να το αφήσει για πάντα στον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Φιλάθλων ΠΑΟΚ στην Αθήνα, στη μεγάλη εκδρομή στο ΣΕΦ. Για τον Ισοβίτη, η κανονικότητα χάθηκε μαζί με τις χαμένες ζωές φίλων και συντρόφων από πρέζα, μαζί με τις ζωές των έξι παιδιών που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο δυστύχημα των Τεμπών.
Ο Νίκος και ο Ισοβίτης είναι το ίδιο πρόσωπο: «28 χρόνια στα γήπεδα, τα δύο τρίτα της ζωής μου, αυτό μου ταίριαξε, σε αυτό ταίριαξα» και αυτό ακριβώς παρουσιάζει στο βιβλίο που στάθηκε η αφορμή γι’ αυτήν εδώ τη συνέντευξη.
Το «κανονικός», βέβαια, χρησιμοποιείται με μεγάλη δόση ειρωνείας και αφορά στον τρόπο προσέγγισης του οπαδικού ζητήματος από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, που δεν έχει αλλάξει από τη δεκαετία του ’80, μέχρι σήμερα. Βλέπετε, για τα Μέσα, ο οπαδός δεν μπορεί να είναι «κανονικός» άνθρωπος, είναι «ανεγκέφαλος, θερμόαιμος, πρεζάκι, δολοφόνος». Ένα τεράστιο, επαναλαμβανόμενο fake news. Αυτή είναι η αληθινή ιστορία του Νίκου.
Η ιστορία του Ισοβίτη
«Γήπεδο πήγαινα από πάντα – με έσερνε ο βάζελος πατέρας μου παντού, από πιτσιρίκι. Άλλαξα ομάδα στη γιορτή μου, το 1987, στο 6-1 των Σερρών, την ώρα του παιχνιδιού και έγινα ΠΑΟΚ. Ξεκίνησα τις εκδρομές το 1989 και συνεχίζω μέχρι σήμερα, πηγαίνω όπου μπορώ.
»Στα ταξίδια με τον πατέρα, τους είχα συναντήσει όλους. Οι ΠΑΟΚτσήδες μού ξύπνησαν κάτι πρωτόγονο, γνήσιο, δεν ήταν απλοί οπαδοί, αλλά μια πραγματική τρομοκρατική δύναμη, με τα ουρλιαχτά, τα συνθήματα και την ασταμάτητη τρέλα, κανονική παλαβομάρα και όχι σχήμα λόγου. Ήταν οι μοναδικοί που μου έστρεφαν το ενδιαφέρον να τους κοιτάζω, παρά να βλέπω το παιχνίδι. Μόλις είχα μπει στην εφηβεία, έψαχνα κάπου να ταιριάξω και ο κόσμος τους μου φάνηκε ως ο ιδανικός κόσμος να με χωρέσει. Ούτε πρωταθλήματα, ούτε κύπελλα, ούτε διαιτησίες υπέρ τους, αλλά αυτοί πήγαιναν παντού και συμπεριφέρονταν ως πρωταθλητές. Με μάγεψαν».
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, που οφείλονταν στην αδυναμία της μοίρας ή των συνθηκών, ο ΠΑΟΚ έχει χάσει τα πάντα, έχει χάσει από τους πάντες και έχει χάσει με κάθε πιθανό τρόπο.
«Από την πρώτη μου μέρα στην κερκίδα, μέχρι και σήμερα, το μόνο σίγουρο ως ΠΑΟΚτσής είναι πως πρέπει να πολεμήσω μια μάχη που είναι χαμένη εξ αρχής. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, που οφείλονταν στην αδυναμία της μοίρας ή των συνθηκών να λειτουργήσουν εναντίον μας, ο ΠΑΟΚ έχει χάσει τα πάντα, έχει χάσει από τους πάντες και έχει χάσει με κάθε πιθανό τρόπο.
Μια ζωή ήμασταν ατυχήματα εν αναμονή, το ήξερα, το ένιωθα, προσποιούμουν πως δεν ισχύει. Το πρωτάθλημα του 1992 στο μπάσκετ, για παράδειγμα, δεν μπορούσε να χαθεί, επειδή απλώς δεν μπορούσε να το πάρει άλλος, αλλά μας έφερε στην τραγωδία με την Μπενετόν, τις γούνες του Βεζυρτζή, το ατύχημα του Τσέκου, τη μεγαλύτερη αγωνιστική απώλεια που έχω ζήσει, στο Final Four του Φαλήρου. Δεν έχω ζήσει, ρε παιδί μου, μια ήρεμη κατάσταση, όπου ξεκινάμε ως καλύτεροι και τελειώνουμε ως καλύτεροι, όλα πρέπει να έχουν δράμα μέσα τους. Ακόμη και τα τρία πρωταθλήματα στο βόλεϊ ήταν το ένα πιο δραματικό από το άλλο, χαιρόσουν στο τέλος, δεν είχες μια χρονιά να την ευχαριστηθείς».
«Το μαχαίρι είναι η πορνογραφία του συμπλεγματικού»
«Έχω πολλές ενστάσεις για τη διάσταση του “χουλιγκανισμού”, όπως έχει παρουσιαστεί από τα ΜΜΕ της εποχής, ειδικά στη δεκαετία του ’90. Γενικά, τον όρο “χούλιγκαν” τον αποδίδω σε ανθρώπους και όχι κοινωνικές ομάδες: Χούλιγκαν μπορεί να είναι ένας δημόσιος υπάλληλος την ώρα που σου πουλάει εξουσία πίσω από το γκισέ, ένας αστυνομικός, ένας ελεγκτής, ένας πολιτικός. Στις 15 εκδρομές της χρονιάς γίνονταν επεισόδια σε μια-δυο και τότε όλοι θυμούνταν πως δεν είμαστε άνθρωποι, αλλά “χούλιγκαν”. Όντας παρόντας στα περισσότερα, μπορώ να γνωρίζω πως, αν και όλοι ήταν ετοιμοπόλεμοι από την αναχώρηση ως την επιστροφή, σπάνια προκλήθηκαν σοβαρά επεισόδια από τους οπαδούς.
Όποιος έχει ζήσει δίπλα στις διμοιρίες, όποιος έχει ακούσει τι έλεγαν (και λένε ακόμη) οι αστυνομικοί στους οπαδούς βάζοντας φωτιές, όποιος έχει χτυπηθεί, επειδή απλώς περπατούσε ή συνομιλούσε με τον διπλανό του ή τραγουδούσε ένα σύνθημα, γνωρίζει. Σαφώς και υπήρχαν περιστατικά όπου όλα ξεκίνησαν από την κερκίδα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν την κοινωνική υστερία που περιθωριοποίησε τη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα – άρα την έστειλε πιο μακριά από τον ιστό της και της έδωσε διαφορετική διάσταση, από μια απλή υποομάδα μέσα της.
Η αλλαγή είναι μία και έχει να κάνει με το κίνητρο που οδηγεί κάποιον να ακολουθήσει μια ομάδα: Τότε μας έσερνε στα γήπεδα όλης της χώρας η αγάπη μας, τώρα το μίσος έχει μολύνει τους νεαρούς εγκεφάλους και τους στέλνει σε συνδέσμους, σε ραντεβού, σε τρένα. Πριν από 20 και 30 χρόνια, γνωρίζαμε πως η ομοιότητά μας ως οπαδοί μιας ομάδας, μας ένωνε περισσότερο από την αντιπαλότητα στο γήπεδο την ώρα του ματς. Τώρα η ομάδα αποτελεί αφορμή, για να βρίσκεις διαφορές και να πλακώνεσαι, ενώ σπάνια αυτό συμβαίνει εντός γηπέδου, λόγω της ισχύουσας φασιστικής απαγόρευσης μετακινήσεων».
Χούλιγκαν μπορεί να είναι ένας δημόσιος υπάλληλος την ώρα που σου πουλάει εξουσία πίσω από το γκισέ, ένας αστυνομικός, ένας ελεγκτής, ένας πολιτικός.
«Μαχαίρια βγήκαν σε ύπουλα πεσίματα στο κέντρο της Αθήνας, αλλά ήταν, συγκριτικά με το πόσες φορές βρεθήκαμε εκεί, ελάχιστα τα περιστατικά. Τόσο λίγα, που τα ξέρουμε όλα, ένα προς ένα. Έχω δει πολύ ξύλο στη ζωή μου, έχω δει κάθε λογής αντικείμενο να ίπταται από πάνω μου, αλλά μαχαίρια και όπλα δεν υπήρχαν. Μα ο σκοπός τότε δεν ήταν να σκοτώσεις – ήταν να φτάσεις στο γήπεδο. Αν για να φτάσεις στο γήπεδο υπήρχε εμπόδιο, έπρεπε να το ξεπεράσεις, έψαχνες τρόπους να πας στο πέταλο και όχι να ματώσεις τους άλλους.
Ποτέ δεν μας θυμάμαι να την πέσαμε σε αντιπάλους, αν δεν μας την είχαν πέσει αυτοί. Το μαχαίρι είναι η πορνογραφία του συμπλεγματικού, το φτιάξιμο του στερημένου από ζωή και ευτυχία, δεν το κρατάς στο χέρι, σου αλλάζει την ψυχή, σου στερεί τον άνθρωπο από μέσα σου. Υπήρξαν πολλά περιστατικά fair play, έχω ζήσει προσωπικά αρκετά: Με τους βάζελους που βρέθηκαν ανάμεσά μας στη Λαμπράκη, αυτοί πέντε-έξι, εμείς πέντε-έξι χιλιάδες, με τους Αρειανούς που άκουσαν την Άννα, τη γυναίκα μου, να φωνάζει ξαφνιασμένη «ωχ, σκουλήκια», με τους Αρειανούς, πάλι, που έξω από το Χαριλάου με βρήκαν με πατερίτσες και ασπρόμαυρο κασκόλ και με προσπέρασαν στο ντου σαν να μην υπήρχα. Όλοι αυτοί σήμερα θα ήταν νεκροί».
Τα αντίδωρα και η εκκλησία
«Ο λαός πεινάει. Κάποιος σκέφτεται πως μπορούμε να φάμε δωρεάν στην εκκλησία. Μπαίνει, κλέβει το καλάθι με τα αντίδωρα. Τρέχει έξω, το κρατάει ψηλά και φωνάζει “δεύτε λάβετε ψωμί”. Βγαίνουν κάποιοι από τον ναό και μας κυνηγάνε. Φτάνουμε πιο κάτω και στην πόλη έχει παρέλαση, επειδή γιορτάζει ο πολιούχος.
Μπαίνουμε στην παρέλαση, όπου μπροστά βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας που την κρατάνε τέσσερις φαντάροι, πίσω στρατιωτικοί, πολιτικοί, κόσμος, μπαίνουμε με το καλάθι τα αντίδωρα και περπατάμε με βήμα παρέλασης, με τα fly, τα αρβυλάκια, τα κασκόλ στα κεφάλια. Στην πρώτη στροφή, μπαίνουμε σε ένα στενό. Υπάρχει μια διμοιρία. Μας ορμάει, τους ορμάμε, πέφτει το καλάθι και την ώρα της ανταλλαγής αντικειμένων κάποιοι παρατάνε τη μάχη και μαζεύουν τα πεσμένα ψωμιά από κάτω. Περνάμε ανάμεσα από τον κόσμο και βγαίνουμε στην άλλη πλευρά.
Η διμοιρία μάς βρίζει, μας λέει «Θα τα πούμε μετά». Στην ανηφόρα για το γήπεδο, πέφτει ανελέητο ξύλο τυφλά σε όλους, αν και οι συμμετέχοντες στο θέμα με τα αντίδωρα ήταν καμιά δεκαριά. Οι περισσότεροι από τους 500 της εκδρομής δεν καταλαβαίνουν καν γιατί τρώνε ξύλο, ανταποδίδουν, δερνόμαστε με τις διμοιρίες, μέχρι να φτάσουμε στο γήπεδο. Συλλαμβάνουν κάποιους στην τύχη, παρατάμε το ματς και πάμε να τους απελευθερώσουμε. Νέο μπάχαλο. Κάποια στιγμή νυχτώνει, παίρνουμε πίσω τους συλληφθέντες, γυρνάμε στην πόλη μας».
«Η πρέζα “μύριζε” κάθε φλέβα σαν εκπαιδευμένος σκύλος»
«Η πρέζα “μύριζε” κάθε φλέβα, σαν εκπαιδευμένος σκύλος. Δεν γλίτωνες από τον πειρασμό, δεν υπήρχε περίπτωση, είτε έτρεχες στα γήπεδα είτε όχι. Η νεολαία που μεγάλωσε εκείνες τις δεκαετίες είχε να ξεπεράσει τον θάνατο, προτού ακόμη ξεκινήσει να ζει.
Εγώ αφιέρωσα πολύ χρόνο από την εφηβεία μου παρατηρώντας ανθρώπους και συμπεριφορές, δεν μου ταίριαζε αυτό το νεκροζώντανο γαϊτανάκι μέσα στην ίδια μου την παρέα, με ανθρώπους που μέσα σε λίγα λεπτά περνούσαν από τη ζωή στο κενό και επανέρχονταν, για να βουτήξουν ξανά – είχα και πιστούς συντρόφους στα ταξίδια, που με πρόσεξαν στα πρώτα επικίνδυνα χρόνια, τη γλίτωσα εύκολα. Ειδικά, όταν ξεκινούν να πεθαίνουν αυτοί που πριν από λίγες μέρες κάθονταν στη διπλανή θέση και από εκδρομή σε εκδρομή μετράς απουσίες, ξυπνάς. Το να υμνείς τα ναρκωτικά -και να τα υμνείς διαρκώς και τόσο αποθεωτικά, όπως συμβαίνει στη σημερινή μου κερκίδα- το θεωρώ ύψιστη ύβρη».
Το εξώφυλλο του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος
«Λόγω του βιβλίου, αναγκάστηκα να επαναφέρω μνήμες που είχα σπρώξει πολύ βαθιά και δεν ήθελα να τις ανασύρω ποτέ. Από τη δική μου διαδρομή δεν έχω να πετάξω κάτι, τα έχω βρει με τον εαυτό μου από μικρός, ξέρω πως όσα έκανα και όσα δεν έκανα με έφτασαν στα 42 μου να είμαι απίστευτα γεμάτος και ευτυχισμένος, με τρεις γυναίκες στο πλάι μου να κάνουν κάθε μέρα μου καλύτερη από την προηγούμενη.
Έζησα πράγματα που δεν μπορώ καν να διηγηθώ, επειδή κανείς δεν μπορεί να καταλάβει σε τι αναφέρομαι, ενδεχομένως να έχασα πράγματα λόγω της παράλληλης πορείας μου ως οπαδός, αλλά δεν νιώθω πως μου λείπει κάτι, όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν και έχω άλλο τόσο.
Θα ήθελα να έχω στο πλάι μου τα όμορφα φαντάσματα που έφαγε ο δρόμος και η πρέζα. Ειδικά κάποιες απουσίες με φόρτωσαν πάρα πολύ, τώρα που κάθισα και τα έγραψα, αλλά και μερικά που δεν έγραψα, επειδή δεν άντεξα να τα ξεκολλήσω από μέσα μου. Δεν θέλω να αναγκαστώ να κάνω ξανά κακό σε άνθρωπο για να σωθώ, αυτό μόνο, τώρα που το σκέφτομαι. Να ζω και να αφήνω τους άλλους να ζουν και αυτοί το ίδιο να κάνουν για μένα».
Τα Τέμπη
Για τον Νίκο, «η νύχτα της 4ης Οκτωβρίου 1999 δεν ξημέρωσε ποτέ»: Με αυτόν τον τρόπο ξεκινάει να περιγράφει στο βιβλίο του το δυστύχημα στα Τέμπη και τα όσα ακολούθησαν: «Ήταν πέντε παρά το πρωί. Όλοι κοιμούνταν. Έξι δεν ξύπνησαν, συνέχισαν να ονειρεύονται», γράφει για τον Κυριάκο, τη Χριστίνα, τον Τάσο, τον Χαράλαμπο, τον Γιώργο, τον Δημήτρη.
«Η μισή κερκίδα δεν ξαναταξίδεψε από τότε. Τα πιο πολλά πρόσωπα εξαφανίστηκαν από το τσιμέντο. Η Εποχή του Τσιμέντου έριξε τους τίτλους τέλους της μαζί με τα ματωμένα πανιά που σκέπασαν τα ζεστά σώματα των παιδιών, μέχρι να φτάσουν τα ασθενοφόρα».
Αν διαβάσεις το βιβλίο Μια Εποχή στο Τσιμέντο και είσαι οπαδός, θα νιώσεις σαν να μιλάει για σένα, άσχετα από την ομάδα που υποστηρίζεις. Εάν δεν είσαι οπαδός, θα ζηλέψεις που δεν έχεις νιώσει αυτό το παράλογο και ακατανόητο πάθος, όχι για την ομάδα, αλλά για την έκφραση αγάπης προς αυτήν. Τελικά, ίσως δεν πρόκειται για «κανονικούς» ανθρώπους.
[vice] [facebook] [toposbooks] [ert]