Ο Τέλης στην Ευριπίδου ψήνει ασταμάτητα μπριζολάκια τα τελευταία 35 χρόνια. Είναι ο καλύτερος του είδους και αυτό το ξέρουν καλά οι παλιοί ξενύχτες, οι αθηναϊκές κούρσες και η Βαρδινογιάννη.
Κρέας χοιρινό, μεσαίου μεγέθους που θα μπέρδευες για παϊδάκι, λεπτοκαμωμένο και καλοψημένο στα κάρβουνα, με σάρκα ζουμερή. Αυτό είναι το περιβόητο μπριζολάκι του ‘Τέλη’ της οδού Ευριπίδου, το μεζεκλίκι που άφθονο γέμιζε πιατέλες την ‘χρυσή εποχή’ του Ψυρρή και που σήμερα απόμεινε καταφύγιο μερακλήδων στην πιο ξεχασμένη γωνιά της πόλης. Το μαγαζί ξεκίνησε να λειτουργεί από το 1977. Το ανέλαβε ο Τέλης, Γιαννιώτης στην καταγωγή «από Κούρεντα, το κεφαλοχώρι» όπως υπερηφανεύεται να λέει, που κατέβηκε μαζί με τον αδερφό του στην Αθήνα όταν ήταν ακόμη έφηβοι.
Έκαναν διάφορες δουλειές μαζί, κατάφεραν μέχρι και σπίτι να αγοράσουν. Άνοιξαν ένα μπιφτεκάδικο στη Μνησικλέους που τους το γκρέμισε ο δήμος και στην συνέχεια μετακόμισαν στην Ευριπίδου, στο μαγαζί που αρχικά λειτούργησαν ως σαντουϊτσάδικο και κατέληξαν να καθιερώσουν ως μπριζολάδικο.
Τα δύο αδέρφια ήταν χαρακτηριστικές φιγούρες της περιοχής: μικροκαμωμένοι, με άσπρη ρόμπα ο Τέλης και ρούχα σερβιτόρου ο Δήμος, σχεδόν πανομοιότυποι, να καυγαδίζουν συνέχεια δίχως λόγο και αιτία. Ο Δήμος απεβίωσε τέσσερα χρόνια πριν, όμως το μαγαζί δεν σταμάτησε. Δουλεύει κάθε μέρα από το πρωί ως τη μιάμιση το βράδυ. Άπειρα κρέατα στα κάρβουνα της ψησταριάς και ο Τέλης πάντα παρών να επιβλέπει το ψήσιμο, να κερνά μπριζολάκι με χαρτοπετσέτα στο χέρι τους γνωστούς και φίλους.
Ο Τέλης πάντα ξέρει τους πελάτες του. Αλλά ακόμη και να μην τους θυμάται, πάντα θα τους προϋπαντήσει με χαμόγελο και ανοιχτοσύνη, γιατί έτσι ξέρει και κάνει ο ταβερνιάρης ο σωστός. Ο Τέλης όμως ξέρει πράγματι πολύ κόσμο και μάλιστα πολύ διαφορετικό. Θα μπορούσαμε να πουμε ότι το μπριζολάδικο του Τέλη αποτελεί το χωνευτήρι όλων των διαφορετικών φυλών της Αθήνας.
Σε αυτό, ειδικά παλιότερα, μπορούσες να συναντήσεις τις πιο ετερογενείς προσωπικότητες σε διπλανά τραπέζια. Στο ένα θα βλεπες τους μπράβους του Ψυρρή ‘φορτωμένους’, παραδίπλα τους ξενύχτες και πιο ‘κει την Βαρδινογιάννη με παρέα ή τον οδηγό του Στεφανόπουλου να παίρνει πακέτο για τον βουλευτή. Τι ήταν όμως αυτό που έφερνε ανέκαθεν τόσο κόσμο στο ταπεινό ταβερνάκι του Τέλη;
«Η καλή φήμη και η περιοχή που βολεύει» βιάζεται να απαντήσει ένας πελάτης. Και εμείς θα συμπληρώναμε: η ποιότητα του φαγήτου, οι χορταστικές μερίδες (που τελευταία έχουν μειωθεί), οι καλές τιμές και η ταχύτητα εξυπηρέτησης. Το καλό μπριζολάκι όμως είναι μια σύνθετη υπόθεση: «καλό κρέας απ’ την Άρτα, προσεκτικό ψήσιμο να μην ‘σ’ αρπάξει’ και τα σωστά κάρβουνα» απαντά, λακωνικός πάντα, ο Τέλης, δείχνοντας την μαύρη μάζα που έκαιγε στη θράκα.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες ψησταριές που χρησιμοποιούν το βιοχημικό (ευρωπαϊκό) κάρβουνο που είναι κούφιο εσωτερικά και περιβάλλεται από στρώσεις πριονιδίου και μη-επιβλαβών χημικών ουσιών, ο Τέλης χρησιμοποιεί πραγματικά κάρβουνα, καμωμένα από ατόφιο ξύλο, δίχως προσθήκη χημικών. Τα κάρβουνά του δεν έχουν την διάρκεια καύσης των κάρβουνων του εμπορίου, όμως είναι πιο αποδοτικά. Κοινώς, το καλό μπριζολάκι από το κάρβουνο φαίνεται.
Δεν είναι όμως μόνο το μπριζολάκι που ξεχωρίζει στον Τέλη. Το ‘καυτερό’ ή ‘καριολίκι’ όπως προτιμούν να το αποκαλούν κάποιοι θαμώνες του μαγαζιού, είναι παραδοσιακή σπεσιαλιτέ. Συνταγή που μάλλον πήρε από τους Αρμένιους του Πειραιά και διαμόρφωσε ως δική του πατέντα ο Τέλης, το καυτερό, είναι μείγμα από καυτερές πιπεριές, ντομάτα και φέτα που ψήνεται κατευθείαν στα κάρβουνα. Τέλος, το ‘φιλέτο’, δηλαδή ψαρονέφρι μέτρια ψημένο και κομμένο αν ζητηθεί στρογγυλό, είναι ακόμη μια πατέντα του δαιμόνιου μπριζολά του Ψυρρή.
Ο Τέλης υπήρξε εξ αρχής ο αγαπημένος των οδηγών: φορτηγατζήδες, ταξιτζήδες, Ζητάδες, σοφέρ, όλοι έκαναν στάση στην Ευριπίδου 86. Περνούσε ο ταξιτζής του φώναζε ‘Τέλη’ εκείνος έβγαινε στον δρόμο με ένα μπριζολάκι, του το δινε στο χέρι, χαιρετούσε και επέστρεφε στην κουζίνα του. Οι φορτηγατζήδες έρχονταν γιατί εκεί βρισκόταν η κεντρική αγορά, στην οποία φόρτωναν το εμπόρευμα και ο κοινός κόσμος, ο πεζός, έπαιρνε πακέτο για το σπίτι από τον Τέλη και έφευγε με λεωφορείο από την Κουμουνδούρου προς όλες τις κατευθύνσεις.
Το Ψυρρή της δεκαετίας του ’90 ήταν μια εποχή σκληρής δουλειάς και επιβράβευσης για το μπριζολάδικο της Ευριπίδου. Δίσκοι στους οποίους στοιβάζονταν βουνά τα μπριζολάκια, κόσμος από μπουζούκια και live κλαρίνα, ήταν το μόνιμο σκηνικό που αντίκρυζε κανείς στον Τέλη.
Ο Τέλης δεν έφερνε μουσική, οι μουσικοί πήγαιναν στον Τέλη. Πλανώδιοι οργανοπαίκτες έκαναν σειρά και έστηναν καυγάδες έξω από το μαγαζί σε μια εποχή που τα εκατοστάρικα έβγαιναν για πλάκα. Ένας μάλιστα κλαριντζής, πατέρας ενός από τους σερβιτόρους, είχε γίνει μόνιμη ατραξιόν του καταστήματος. Λόγω του γιού του είχε μονιμοποιήσει κάπως την θέση του. Πολύς κόσμος δεν άντεχε το κλαρίνο, άλλοι όμως το λάτρευαν. Όπως και να χε, έπρεπε να πληρώσεις για να τον αναγκάσεις να φύγει πάνω απ’ το κεφάλι σου και να παίξει δημοτικά στο διπλανό τραπέζι. Κάποια στιγμή ήρθε στο μαγαζί η δημοτική αστυνομία, μετά από κάποιες συζητήσεις για την άδεια μουσικής, ο Τέλης βρήκε την ευκαιρία να διώξει μια και καλή το μουσικό πρόγραμμα από το μαγαζί του. Από τότε ο Τέλης έμεινε σιωπηλός.
Το Ψυρρή, η Κουμουνδούρου και η Ομόνοια άλλαξαν στα χρόνια. Μετανάστες και ναρκωμανείς σηματοδότησαν μια θλιβερή εποχή για το ιστορική κέντρο, επιφέροντας εμφανή αλλαγή στην κίνηση των μαγαζιών. Η Ευριπίδου ερήμωσε, οι βιοτεχνίες της Κουμουνδούρου έκλεισαν και τα λεωφορεία της πλατείας μεταφέρθηκαν. Ο Τέλης συνεχίζει μέχρι σήμερα να λειτουργεί το μαγαζί, το οποίο παρά την κρίση που παρατηρεί τα τελευταία τρία χρόνια, συνεχίζει ακμαίο. Ο Τέλης σημειώνει ότι έχει πελάτες που έρχονται εδώ και τριανταπέντε χρόνια, ‘τώρα βέβαια μας επισκέπτονται και τα παιδιά τους’. Μάς χαμογελά και επιστρέφει στην δουλειά του, γιατί έχει πολλά μπριζολάκια ακόμη να ψήσει και δεν έχει σκοπό να τ’ αφήσει να του καούν.
Τέλης, Ευριπίδου 86 και πλατεία Κουμουνδούρου