Ανήμερα των γενεθλίων της κόρης της Κίρκης, η Σεμίνα Διγενή έγραψε ένα συγκινητικό και τρυφερό μήνυμα στο facebook της:
«Περί Κίρκης.
Το φιαλίδιο, στο κέντρο εκείνου του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, πιστοποιούσε την ύπαρξή σου. Σε εννιά μήνες θα ‘ρχόσουν. Αγόρι, κορίτσι, καμμία σημασία. Θα ‘ρχόσουν για να πρωταγωνιστήσεις στη διακεκαυμένη δεκαετία μου. Οι πρώτες σου κινήσεις μέσα μου, εντοπίζονταν κυρίως αριστερά. Εκεί επέλεγες να παίζεις. Ένα Αυγουστιάτικο βράδι είπες να βγεις, γεμίζοντας τον κόσμο νερά, αλλά στην πορεία άλλαξες γνώμη. Το σκεφτόσουν καμμιά δεκαπενταριά ώρες, δείχνοντάς μου τι σημαίνει πόνος.
Πόνος, όχι αστεία. Κι ύστερα φόβος, φόβος αφού θα σ’ έχανα, έτσι όπως είχες τυλιχτεί με το λώρο και παραλίγο να πνιγείς. Ατσούμπαλη πάντα. Σήμερα πιο ψηλή από μένα, σαν σταρ του ιταλικού νεορεαλισμού, προσπαθείς συνέχεια να μου διδάξεις καλούς τρόπους. Με κοιτάζεις αυστηρά όταν γελάω δυνατά, όταν τρώω με τα χέρια, όταν κοιτάζω κάτι επίμονα, όταν χαζεύω ρούχα σε παζάρια, όταν βλέπω χαζοταινίες και κλαίω, όταν βιάζομαι να ενθουσιαστώ με ανθρώπους.
Όλα τα παιδιά αργούσαν να πουν το ρο, εσύ άργησες να πεις το λάμδα και μπέρδευες το βήτα με το δέλτα. Αποτέλεσμα, η κλασσική φράση σου, όταν βαρυόσουν να κάνεις κάτι που σου έλεγα. “Όχι τώρα, έχω βουγειά”. Αυτό, σχετικά βελτιωμένο, λέγεται μέχρι σήμερα. Πάντα έχεις βουγειά, όταν χρειάζομαι κάτι. Η διακεκαυμένη δεκαετία που έλεγα πριν, μπορεί να μου στοίχισε πολύ από πολύτιμο χρόνο δίπλα σου, αλλά εσένα σου χάρισε πολλές αστείες στιγμές δίπλα σε φίλους, γνωστούς και συνεργάτες μου.
Σου θυμίζω ότι το πρώτο σου αυγό, το έφαγες από τα χέρια του αγαπημένου μου Μανόλη Γλέζου, στ’ Απεράθου στη Νάξο, όπου είχα γύρισμα. Στη λίμνη των Ιωαννίνων, το 1989 κυνηγιόσουν με τον Κάρολο Παπούλια κι η φωτογραφία μ’ εκείνο το στιγμιότυπο, είναι πάντα στο δωμάτιό μου. Σ’ έπαιξαν στα χέρια τους από τον Τσαρούχη και την Αλίκη, μέχρι τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Τίτο Βανδή και τον Κωστή Μοσκώφ, από την Μαλβίνα και τον Μπονάτσο μέχρι τον Φερεντίνο (βοηθό μου τότε) και τον Γ. Παπαδάκη (ακόμη “Παπαγιάκιας” για σένα).
Τα πρώτα βήματά σου τα έκανες σε μια αποστολή μου στη Θεσσαλονίκη, όπου θα έκανα ζωντανή μετάδοση του Φεστιβάλ Τραγουδιού. Κανείς δεν κατάλαβε το λόγο που αλλοιθώριζα, κοιτώντας λίγο πιο δεξιά από την κάμερα, εσένα που προσπαθούσες περπατώντας πια κι όχι μπουσουλώντας, να με φτάσεις και πίσω σου ακριβώς τη μαμά μου, έτοιμες κι οι δυο να μπείτε στο πλάνο. Στα 15, ερωτευμένη πλέον με τον Μόλντερ, ήθελες να γίνεις η Σκάλι.
Θα γινόσουν εγκληματολόγος και θα ‘δειχνες παντού την ταυτότητά σου, όπως αυτοί. Γύριζες λασπωμένη από τις εκδρομές στα σπήλαια (και την έρευνα εξωγήινων, είμαι σίγουρη), έγραφες τρελλές ιστορίες στο πάντα κλειδωμένο ημερολόγιό σου, που τις νύχτες ξεκλείδωνα και διάβαζα, πηγαίναμε οι δυό μας ξαφνικά ταξίδια, από τη Βενετία μέχρι το Αμάν κι από τη Βαρκελώνη μέχρι το Μπουένος Άιρες και τη Ν. Υόρκη. Με δυό λόγια ήσουν πάντα και συνεχώς απολύτως δική μου και -εννοείται- έτοιμη για όλα.
Τώρα, περνάει κι ένας μήνας μέχρι να σε δω κι ας μένουμε τόσο κοντά. Έχεις βουγειές, γι’ αυτό. Η αλήθεια είναι ότι πέρασε πολύς καιρός από εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ, που ένα μικρό φιαλίδιο με είχε κάνει να νιώσω τόσο αμήχανα. Οι τρεις γιαγιάδες εκείνης της γιορτής, έχουν πια φύγει, αλλά σίγουρα, παρακολουθούν ακόμη γελαστές, το τετράχρονο κοριτσάκι με τον τεράστιο βιολετί φιόγκο στα μαλλιά ν “ακυρώνει” στην ψύχρα, το πάρτι γενεθλίων του -ενώ είχε ήδη ξεκινήσει- γιατί διαφωνούσε με τη …μουσική!
Σταμάτησα με τόση χαρά την τηλεόραση, πριν χρόνια και με την ελπίδα να είμαστε λίγο πιο πολύ μαζί, αλλά δε υπολόγισα σωστά τις βουγειές σου. (Ανάμεσά τους βέβαια -για να μην σε αδικήσω- και μια σχεδόν αδιάκοπη, αυτή που θα κανε κάθε σωστή μαμά, για το παιδάκι της. Ακόμη κι από μακρυά, με προσέχεις. Να φοράω τη ζώνη στο αυτοκίνητο, να μην τρέχουμε, να πίνω χυμούς, να φοράω αντηλιακό, το κλειδί πάντα στην πόρτα, να μη χαζεύω στα φανάρια, όχι βαθειά στη θάλασσα, μια αληθινή μαμά). Στα φετινά σου γενέθλια, ξέρεις τι θα ‘θελα να ευχηθώ; Μπορείς να μου λείπεις λιγότερο;»