Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024
Ελλάδα«Ο Χάρος έκοβε βόλτες πάνω - κάτω σε τούτη την κλινική»

«Ο Χάρος έκοβε βόλτες πάνω – κάτω σε τούτη την κλινική»

Η γιατρός διέκοψε την είσοδο μου στο δωμάτιο, έτρεξε και με πρόλαβε, κλείνοντας την πόρτα ώστε να μην έχω ορατότητα.

¨Συγγνώμη έχουμε ένα περιστατικό” είπε με χαμηλωμένο και στενάχωρο βλέμμα, και συνέχισε, θα σας παρακαλούσα να μείνετε στο σαλονάκι έξω, από την κλινική του ογκολογικου- αιματολογικού και όταν όλα είναι  έτοιμα θα σας καλέσουμε.

Πήρα τη τσάντα μου και κατευθύνθηκα σε εκείνο το σαλονάκι, αν και άνετη μπροστά στην αδερφή μου, που με συνόδευε, μέσα μου αγωνιούσα, πρώτη φόρα εισαγωγή σε μία τόσο ετοιμοπόλεμη κλινική…

Προσπαθούσα να ακούσω και τον παραμικρό θόρυβο, ώστε να καταλάβω αν πέθανε κάποιος απο το δωμάτιο που προοριζόταν να γίνει δικό μου για ελάχιστες μέρες.. Δεν άκουσα ούτε φωνές, ούτε κλάμματα, ούτε τον γνωστό θρήνο.. Όμως η μυρωδιά του θανάτου με είχε περικυκλώσει.. Είχε περικυκλώσει το μυαλό μου… Βουβός θάνατος σκεφτόμουν και κάθισα στο σαλονάκι…

Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά και μαυροντυμμένοι άνθρωποι έβγαιναν από τη κλινική. Άλλοι με χαρτομάντιλα να κλαίνε βουβά, άλλοι να παρηγοριούνται, “ξεκουράστηκε μωρέ, ποιος το αντέχει όλο αυτό;” Άλλοι με βουρκωμενο βλέμμα..

Ναι, ο θάνατος είχε χτυπήσει τη δική τους πόρτα, όμως ένιωθα ότι ήταν τόσο οικείος με εκείνους, σαν να τον περίμεναν από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα….

Κ. Ροζάκη ελάτε μαζί μου. Το βλέμμα μου έπεσε στην ταμπέλα της εισόδου της κλινικής : αιματολογικό – ογκολογικό.

Ναι, το γνώριζα, αλλά βλέποντας το, ήταν σαν να το εμπέδωνα… Προχωρούσα και έδινα δύναμη στον εαυτό μου, ‘έλα μωρέ, μην ανατριχιάζεις και ας μυρίζεις θάνατο εδώ μέσα’.. ‘Ελεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου…Έστρωσα το κρεββάτι μου με δικά μου σεντόνια, κρατούσα και δικό μου μαξιλάρι και καθώς ξάπλωσα αναρωτιόμουν “Πόσοι άνθρωποι ξεψύχησαν σε εκείνο το στρώμα; Η αδερφή μου προσπαθούσε να απαλύνει τα σκαμπανεβάσματα της εισαγωγής μου, με το μοναδικό της χιούμορ!

Ήρθε και η γιατρός, μας καθησυχάσε, λίγο τα αιμοπετάλια να παρακολουθήσουμε, πιστεύω όλα είναι περαστικά! Πιστέυω ότι έχουμε αιματολογικό θέμα και όχι ογκολογικό.. Πήρα ανάσα και ένιωσα τον αέρα να γεμίζει τα πνευμόνια μου ζωή, δεν ρώτησα πολλά, δεν ήθελα να μάθω περισσότερα, μια εμπειρία είναι και αυτή και θα περάσει, έλεγα! Η νύκτα έφτασε και ήταν ώρα να κοιμηθώ, δύσκολη νύκτα.. Πολλές σκέψεις, κακές σκέψεις…

Δίπλα μου άνθρωποι με καρκίνο, να προσπαθούν να πάρουν μια ανάσα.. Και Χριστέ μου ήταν τόσο δύσκολο γι΄αυτούς… Άκουγες την ταλαιπωρία… Το βρόγχο που είχε κολλήσει στο λαιμό και δεν έλεγε να ξεκολλήσει.. Το πρωί με βρήκε ξενυχτισμένη, σηκώθηκα να βγω, να φύγω απο το θάνατο του δωματίου, μα καθώς κοντοστεκόμουν στην πόρτα έγειρα το πρόσωπο αριστερά…
Μαυροφορεμένοι άνθρωποι, μαζεμένοι, να αγκαλιάζει ο ένας τον άλλον με ανακούφιση, ξεκουράστηκε να ακούω και από αυτούς, βουβό κλάμμα από γυναίκες, βουρκωμένοι οι άνδρες!

Μα που πήγε ο πόνος του θανάτου εδώ; Τι συμβαίνει με αυτούς τους ανθρώπους; Τι ξεκουράστηκε; να μονολογώ στο μυαλό μου, χωρίς φωνή.. Και να συνεχίζω το μονόλογο σαν να νομίζω ότι με ακούν! Τον ρωτήσατε τον άνθρωπο αν ήθελε να ξεκουραστεί με το ζόρι; Όχι, όχι, όχι αυτό που ζω εδώ, είναι παράνοια, συνέχιζα και κατευθύνθηκα πάλι στο κρεββάτι μου…

Ο Χάρος έκοβε βόλτες πάνω- κάτω σε τούτη τη κλινική, έτοιμος να κατασπαράξει κάθε βρόγχο που δεν ξεκολλούσε.. Απέναντι μου, μια κυρία.. Ήταν, δεν ήταν 45ετων.. Ήταν εκείνη με το βρόγχο.. Σκελετωμένη και αφυδατωμένη, να προσπαθεί να σηκωθεί.. Ήταν απόμακρη, δεν μιλούσε, δεν ήθελε καινούργιες γνωριμίες, σκυθρωπή και χλωμή, δεν ήθελε συζητήσεις, ήξερε ότι απ΄έξω από την πόρτα ο Χάρος εκείνη περίμενε.. Για εκείνη έκοβε βόλτες πάνω – κάτω …

Ήρθε κ η γιατρός, εντάξει καλύτερες οι εξετάσεις σήμερα, λίγο ανέβηκαν τα αιμοπετάλια, θα δούμε όμως και αύριο, απευθύνθηκε η γιατρός σε εμένα.. Σε εκείνη δεν είχε κάτι να πεί, εξάλλου για την γιατρό ήταν τόσο γνώριμη μιά τέτοια κατάσταση… Και σε κάθε γιατρό, όλο αυτό που φαντάζει σε έμενα τεράστιο, για εκείνους είναι τόσο γνώριμο, ίσως και ανάξιο συζήτησης…
Καθώς η γιατρός έκλεινε την πόρτα του δωματίου, ένιωσα το βλέμμα της κυρίας να καρφώνεται επάνω μου, με στεναχώρια, σαν να μου ζητούσε ελεημοσύνη, ίσως λίγο χρόνο από τη ζωή μου, σαν να με ικέτευε να της δώσω μια μέρα από τη δική μου.. Αν μπορούσα καλή μου, εκατό θα σου δινα, σκέφτηκα και τότε μπήκαν δύο όμορφα αγόρια, ήταν δεν ήταν 15ετών. Σαν άκουσε τη λέξη “μαμά” τα μάτια της έλαμψαν, η φωνή της βγήκε και η ανάσα της έγινε ανάλαφρη!

Ήρθε το γιατρικό της σκέφτηκα,και αποφάσισα να βγω στο σαλονάκι και να τους αφήσω να απολαύσουν μια μικρή οικογενειακή στιγμή από τις λίγες που τους είχαν απομείνει. Πέρασε αρκετή ώρα, ίσως και δύο ώρες όταν αποφάσισα να ξαπλώσω ,γιατί ούτε και εγώ ένιωθα καλά.. Γύρισα στο δωμάτιο και εκείνη έλειπε, όλοι έλειπαν! Μα που πήγαν, ρώτησα μια καλοσύνη νοσηλεύτρια.. Τίποτα καλή μου, ξάπλωσε εσύ.. Και κατάλαβα.. Εκείνη έφυγε μόλις είδε τα παιδιά της, οι 2ώρες που έλειψα ήταν αρκετές για να στρωθεί το κρεββάτι για τον επόμενο..
Κανένα δεν είδα, έφυγαν από την πίσω πόρτα, όπως λέμε.. Θεέ μου σκεφτόμουν γιατί δεν της έδωσες χρόνο ακόμα; είχε σκοπό ακόμα.. Είχε μικρά παιδιά.. Πόσο ανελέητα χτυπάς τους ανθρώπους..

Αυτό που θυμάμαι και θα θυμάμαι πάντα για την κυρία με τον βρόγχο, ήταν τα μάτια της που ενώ δεν είχαν ζωή, μόλις αντίκρισαν τα παιδιά της, έλαμψαν, δυναμώσαν, όπως οταν η φωτιά κατασπαραζει δασοι, τόση δύναμη απέκτησαν… Όμως αυτό ήταν για λίγη ώρα.. Έπειτα καταγάλιασαν μια για πάντα…

Η εισαγωγή μου, για εκείνη τη φορά ,έληξε μέσα σε λίγες΄μέρες… Για κάποιους έληξε η ζώη μεσα σε εκείνη τη κλινική.. Εκείνες τις μέρες κοιτούσα το ταβάνι τα βράδια και προσπαθούσα να κρυφτώ από τους μαυροφορεμένους… Ημουν οργισμένη μαζί τους.. Για την αποδοχή, ίσως και προσμονή του θανάτου…

Κοιτούσα το ταβάνι και έτσι με έβρισκε κάθε πρωινό, εκείνης της εισαγωγής.. Προσωπικά με άλλαξε, αλλαξε το τρόπο σκέψης μου, άλλαξε την καθημερινότητα μου και μου έδωσε πανιά και σωσίβια για να σαλπάρω και να ανεβάσω κάθε βοήθεια που θα βρεθεί τυχαία στο καράβι μου. Γιατί πες μου, αν φύγεις κάποια στιγμή ξαφνικά η ακόμα και με “πρόγραμμα” πως θα ήθελες να σε θυμούνται οι άλλοι… Αλλά ακόμα και αυτό, αν δεν σε ενθουσιάζει τώρα, δεν πειράζει, γιατί κάποιο γεγονός, κάποια στιγμή, θα σε φέρει στα λόγια μου..

“Καποτε με ρώτησαν γιατί βοηθάς; Και απλά απάντησα νιώθω να κερδίζω μια μέρα ζωής ακόμα.

Η δική μου Αληθινή Ιστορία…

Ιωάννα Ροζάκη

[flashnews]

Τα πιο σημαντικά