Ένας δικαστής εξέταζε μια γυναίκα σχετικά με το διαζύγιο που εκκρεμούσε και ρωτάει, ΄Πάνω σε τι βασίζετε την επιθυμία σας για το το διαζύγιο;’
Αυτή απαντά, ‘Σε τέσσερα στρέμματα και ένα μικρό σπιτάκι στην μέση με ένα ρυάκι που κυλά.’
‘Όχι,’ είπε αυτός, ‘Εννοώ πάνω σε τι βάση είναι η υπόθεση;’
‘Από μπετόν αρμέ, τούβλα και ασβέστη,’ αυτή απαντά.
‘Εννοώ,’ συνέχισε αυτός, ‘Πως είναι η μεταξύ σας σχέση;’
‘Έχω μια θεία και έναν θείο που ζουν στην πόλη και το ίδιο με τους γονείς του άνδρα μου.’
΄Έχετε κάτι που να μισείτε;’
Όχι,’ απάντησε αυτή, ‘ Έχουμε κιόσκι για δυο αυτοκίνητα αλλά ποτέ δεν το χρειαστήκαμε.’
‘Σας παρακαλώ,’ προσπάθησε αυτός ξανά, ‘υπάρχει αξιοπιστία στον γάμο σας;’
‘Ναι, και τα δυο παιδιά μου έχουν αξιόπιστα στέρεο. Δεν ακούμε μουσική ιδιαίτερα αλλά η απάντησή μου είναι ναι στην ερώτησή σας.’
‘Κυρία μου, σας επιβάλλεται ο σύζυγός σας;’
‘Ναι,’ απαντά αυτή, ‘περίπου δυο φορές την εβδομάδα σηκώνεται νωρίτερα από εμένα.’
Τέλος, με απόγνωση ο δικαστής ρωτάει, ‘Κυρία μου, γιατί θέλετε διαζύγιο;’
‘Α, εγώ δεν θέλω διαζύγιο,’ λέει, ‘ Ποτέ δεν ήθελα διαζύγιο. Ο άνδρας μου θέλει. Λέει ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μου.’