Και η ιστορία που κρύβεται από πίσω τους…
Στην πραγματικότητα είναι δύσκολο να πει κανείς με βεβαιότητα ποιοι είναι – πέρα από το Νο1 για το οποίο όλοι συμφωνούν.
Αναδημοσίεση από άρθρο του Άρη Δημοκίδη (η πηγή στο τέλος)
Έπρεπε όμως να βρω: είχα ξεκινήσει να γράφω το 12ο παιδικό μυθιστόρημά μου, μια περιπέτεια με τους Αόρατους Ρεπόρτερ (τους δημοσιογράφους που ταξιδεύουν σ’ όλο τον πλανήτη και λύνουν μυστήρια), και το βασικό θέμα, όπως είχα αποφασίσει θα ήταν η κλοπή των πιο διάσημων έργων τέχνης του κόσμου.
Τελικά ένα σάιτ που έμοιαζε αρκετά αξιόπιστο (μετρούσε και τις ψηφιακές αναπαραστάσεις, και τις εμφανίσεις στο ίντερνετ) μου έδωσε τους τέσσερις βασικούς πρωταγωνιστές του βιβλίου μου, πέρα απ’ τους Ρεπόρτερ φυσικά.
Τα παρακάτω έργα τέχνης:
1. Mona Lisa του Leonardo Da Vinci
Ο Λεονάρντο ξεκίνησε να ζωγραφίζει τη Μόνα Λίζα το έτος 1503 ή το 1504 στη Φλωρεντία της Ιταλίας. Αφότου ασχολήθηκε επί τέσσερα χρόνια με το έργο, το άφησε ημιτελές. Είναι γνωστό πως αυτή ήταν μια συνήθης συμπεριφορά του Λεονάρντο ο οποίος, αργότερα, μετάνιωσε που “δεν ολοκλήρωσε ποτέ ούτε ένα έργο”.
Θεωρείται πως συνέχισε να ασχολείται με τη Μόνα Λίζα για τρία χρόνια αφότου εγκαταστάθηκε στη Γαλλία και πως την ‘τελείωσε’ λίγο πριν πεθάνει το 1519. Ο πίνακας πήρε το όνομά του από τη Λίζα ντελ Τζιοκόντο, μέλος της οικογένειας Γκεραρντίνι από τη Φλωρεντία και την Τοσκάνη και σύζυγος του εύπορου έμπορου μεταξιού Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο. Ήταν παραγγελία για το καινούριο τους σπίτι και για να γιορτάσουν τη γέννηση του δεύτερου γιου τους, Αντρέα.
Διάφορες εναλλακτικές απόψεις έχουν εκφραστεί σχετικά με το θέμα.
O Σίγκμουντ Φρόυντ πίστευε πως το περιώνυμο μειδίαμα της Μόνα Λίζα ήταν αποτέλεσμα ανάκλησης ανάμνησης της μητέρας του Λεονάρντο. Άλλες προτάσεις για την ταυτότητα της εικονιζόμενης γυναίκας είναι: η Isabella από τη Νάπολη, η Cecilia Gallerani, η Costanza d’Avalos, Η Δούκισσα της Francavilla, η Isabela Gualanda αλλά και ο ίδιος ο Λεονάρντο.
Το αντίγραφο του πίνακα Μόνα Λίζα που δημιουργήθηκε την ίδια χρονική περίοδο με το αυθεντικό έργο, όπως αποκαλύφθηκε μετά την συντήρηση.
Η φήμη του πίνακα αυξήθηκε όταν η Μόνα Λίζα κλάπηκε το 1911. Στις 22 Αυγούστου του 1911 ο ζωγράφος Λουί Μπερού, περπατώντας στο Λούβρο, πήγε στο Salon Carré όπου εκτιθόταν η Μόνα Λίζα επί πέντε χρόνια. Ωστόσο στο σημείο όπου έπρεπε να βρίσκεται ο πίνακας, υπήρχαν τέσσερις σιδερένιοι πάσσαλοι.
Ο Μπερού ενημέρωσε τον υπεύθυνο της ασφάλειας εκείνου του τομέα, ο οποίος νόμιζε πως ο πίνακας φωτογραφιζόταν για εμπορικούς λόγους. Το Λούβρο έκλεισε για μια εβδομάδα για να διευκολυνθεί η έρευνα για την κλοπή.
Το σημείο του τοίχου του Λούβρου, στο οποίο βρισκόταν η Μόνα Λίζα, όπως φωτογραφήθηκε αφού κλάπηκε ο πίνακας.
Ο Γάλλος ποιητής Γκιγιώμ Απολλιναίρ, θεωρήθηκε ύποπτος, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Ο Απολλιναίρ προσπάθησε να εμπλέξει στην υπόθεση τον φίλο του, Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος επίσης ανακρίθηκε, αλλά αργότερα και οι δύο απαλλάχθηκαν των κατηγοριών.
Δύο χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκε ο πραγματικός δράστης. Η Μόνα Λίζα είχε κλαπεί από τον Βιντσέντσο Περούτζια, υπάλληλο του Λούβρου, που κρύφτηκε σε μία ντουλάπα και βγήκε από το μουσείο αφού αυτό είχε κλείσει, κρύβοντας τον πίνακα κάτω από το παλτό του. Ο Περούτζια ήταν Ιταλός που πίστευε πως ο πίνακας του Λεονάρντο έπρεπε να επιστραφεί στην Ιταλία και να εκτίθεται σε ιταλικό μουσείο.
Ένα από τα κίνητρα του Περούτζια πιθανόν να ήταν και το γεγονός ότι ένας φίλος του πουλούσε αντίγραφα του πίνακα, η αξία των οποίων θα αυξανόταν ραγδαία μετά την κλοπή του αυθεντικού. Αφού κράτησε τον πίνακα στο διαμέρισμά του για δύο χρόνια, τελικά συνελήφθη όταν προσπάθησε να τον πουλήσει στους διοικητές της πινακοθήκης Ουφίτσι στη Φλωρεντία.
Ο πίνακας εκτέθηκε σε διάφορα μέρη σε όλη την Ιταλία και επεστράφη στο Μουσείο του Λούβρου το 1913. Ο Περούτζια επικροτήθηκε στην Ιταλία για τον πατριωτισμό του και εξέτισε ποινή φυλάκισης έξι μηνών για το έγκλημα που διέπραξε…
2. Η Κραυγή, του Edvard Munch
Μικρό, σχετικό απόσπασμα απ’ το βιβλίο μου ΑΟΡΑΤΟΙ ΡΕΠΟΡΤΕΡ: Η Κραυγή της Τζοκόντα:
ΟΣΛΟ, ΝΟΡΒΗΓΙΑ
Μουσείο Μουνκ
“Υπάρχει ένα μεγάλο μπέρδεμα με την Κραυγή του Μουνκ”, είπε η ξεναγός. “Θέλετε να σας το περιγράψω;”
Ο αρχηγός των Αόρατων Ρεπόρτερ, ο Φίλιππος, ήταν όλος αυτιά.
“Το ξέρατε ότι όταν λέμε Κραυγή δεν εννοούμε κάποιον συγκεκριμένο πίνακα… αλλά μια σειρά από τους εξπρεσιονιστικούς πίνακες του Μουνκ;”
“Μια σειρά από πίνακες; Όχι έναν δηλαδή; Όχι αυτόν;” αναπήδησε ο Φίλιππος.
“Όχι. Αυτή εδώ είναι απλώς μία από τις Κραυγές. Ο Μουνκ δημιούργησε διάφορες εκδοχές της Κραυγής με διάφορα μέσα. Το Μουσείο Μουνκ έχει μια από τις δύο ζωγραφικές εκδοχές, αυτήν του 1910, και ένα παστέλ.
Η Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας έχει την άλλη ζωγραφική εκδοχή την αυθεντική, ας πούμε, την παλιότερη, απ’ το 1893. Μια τέταρτη εκδοχή, σε παστέλ, είναι στην ιδιοκτησία του Νορβηγού δισεκατομμυριούχου Πέττερ Όλσεν. Και τέλος, ο Μουνκ δημιούργησε και μια λιθογραφία της εικόνας.”
“Δηλαδή έκανε ένα σουξέ και μετά το ζωγράφιζε ξανά και ξανά για να βγάλει λεφτά;” ρώτησε το αγόρι.
“Δεν θα το διατύπωνα τόσο άκομψα…” απάντησε διπλωματικά η ξεναγός αλλά δεν συνέχισε. Προσπάθησε να αλλάξει το θέμα: “Ο αρχικός Γερμανικός τίτλος που δόθηκε στον πίνακα από τον Μουνκ ήταν «Ο Λυγμός της Φύσης».
Σε μια σελίδα στο ημερολόγιό του με την επικεφαλίδα Νίκαια 22.01.1892, ο Μουνκ περιγράφει την έμπνευσή του για τον αρχικό πίνακα: ‘Περπατούσα σ’ ένα μονοπάτι με δυο φίλους – ο ήλιος έπεφτε – ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα – σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα στο φράχτη – αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο-μπλε φιόρδ και την πόλη – οι φίλοι μου προχώρησαν, κι εγώ έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία – κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση’.”
Ο Φίλιππος έβλεπε το στόμα της ξεναγού να ανοιγοκλείνει, όμως δεν άκουγε τίποτα. Σήκωσε το ρολόι του, το έγειρε στη σωστή γωνία, ζούμαρε και πίεσε μαλακά το κόκκινο κουμπάκι. Προώθησε με ημέιλ τη φωτογραφία στα γραφεία των Αόρατων Ρεπόρτερ στην Αθήνα, και ξέροντας πως η απάντηση για τη γνησιότητα του πίνακα θα αργούσε, αφέθηκε επιτέλους στο εδώ και το τώρα και άρχισε να απολαμβάνει την επίσκεψη στην Πινακοθήκη…
3. Έναστρη Νύχτα, του Vincent Van Gogh
Στο έργο του αυτό (1889) ο Βαν Γκογκ έχει απεικονίσει χαοτικές δίνες που ακολουθούν την κλιμάκωση Κολμογκόροφ, όπως προκύπτει από μαθηματική ανάλυση της εικόνας. Ο Βαν Γκογκ αναπαράγει σε αρκετούς πίνακές του, επακριβώς, νόμους της φύσης.
Η «Έναστρη Νύχτα» (The Starry Night) ζωγραφίστηκε ενώ ήταν στο άσυλο του Saint-Remy.
Τα πάντα μοιάζουν χαμένα στην απεραντοσύνη, στην κίνηση του σύμπαντος που τυλίγεται και ρέει. Αυτό που συνδέει γη και ουρανό είναι το φλογόσχημο κυπαρίσσι, ένα δέντρο που συνδέεται παραδοσιακά με τα νεκροταφεία και το πένθος.
Αλλά ο θάνατος δεν ήταν δυσοίωνος για τον Van Gogh. Είχε πει: «Το να κοιτάζω τα αστέρια με κάνει πάντα να ονειρεύομαι… Γιατί, αναρωτιέμαι, να μην είναι τα λαμπερά σημεία του ουρανού τόσο προσιτά όσο τα μαύρα σημεία στο χάρτη της Γαλλίας; Ακριβώς όπως παίρνουμε το τραίνο για να φτάσουμε στην Tarascon ή την Rouen, έτσι να παίρνουμε το θάνατο για να φθάσουμε σ’ ένα αστέρι…»
4. Το Φιλί, του Gustav Klimt
Ο πίνακας δημιουργήθηκε την περίοδο 1907-1908, ανήκει στην λεγόμενη χρυσή περίοδο του Κλιμτ και είναι ένα από τα διασημότερα έργα της Αρ Νουβό. Ο πίνακας ανήκει σήμερα στην πινακοθήκη Μπελβεντέρε της Βιέννης, η οποία αγόρασε το έργο αμέσως μετά την πρώτη του εμφάνιση.
Ο πίνακας έχει σχήμα τετράγωνο, με μέγεθος 180 x 180 εκατοστά. Είναι μια ελαιογραφία σε καμβά ενώ έχουν χρησιμοποιηθεί και φύλλα χρυσού. Στο κέντρο του πίνακα, αναπαριστάται ένα ζευγάρι που είναι έτοιμο να φιληθεί. Κατά κάποιους, τα μοντέλα στον πίνακα είναι ο ίδιος ο Κλιμτ και η αγαπημένη του, Emilie Flöge.
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Κλιμτ παρουσιάζει ένα ζευγάρι να φιλιέται. Ένα σχεδόν παρόμοιο ζευγάρι μπορεί κάποιος να παρατηρήσει και στην μεγάλη τοιχογραφία της έπαυλης Στόκλετ, όπου ένα ζευγάρι φιλιέται κάτω από το Δέντρο της Ζωής (η λεπτομέρεια αυτή είναι γνωστή με το όνομα «Εκπλήρωση»), αλλά και στη Ζωφόρο του Μπετόβεν όπου σε κάποιο μέρος της απεικονίζεται ένα γυμνό, αυτή τη φορά, ζευγάρι να φιλιέται (γνωστό σαν «Αγκαλιά για όλο τον κόσμο»).
Εσάς ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας πίνακες απ’ όσους έχουν ζωγραφιστεί ποτέ;
Γράφει ο Άρης Δημοκίδης εδώ