Ένα όνομα που ακούμε καθημερινά, του οποίου την ιστορία, όμως, ελάχιστοι γνωρίζουν.
Μια Δούκισσα που ουδεμία σχέση είχε με τις άλλες είχε την τιμή να γνωρίσει η Ελλάδα, σε μία εποχή που η χώρα μαχόταν για την απελευθέρωση και την ανεξαρτησία της. Η συμβολή της Δούκισσας της Πλακεντίας –κατά κόσμον Σοφίας Ντε Μπαρμπουά- στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ’21 υπήρξε τεράστια, με τη φιλελληνική της στάση να μένει στην ιστορία.
Ωστόσο, το όνομά της συνδέθηκε με πολύ πιο αμφιλεγόμενα γεγονότα που την ανέδειξαν ως μία από τις πιο εκκεντρικές προσωπικότητες της εποχής. Ποια ήταν αυτά;
Η Δούκισσα Σοφία Ντε Μπαρμπουά.
Το πτώμα της κόρης της στο υπόγειο του σπιτιού της οδού Μυλλέρου στον Κεραμεικό -το οποίο η ίδια ταρίχευσε-, τα όργια στη βίλα της Πεντέλης για τα οποία πολλάκις κατηγορήθηκε αλλά και η απόκοσμη εμφάνισή της κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της, όταν η Δούκισσα είχε πλέον μετατραπεί σε «ζωντανή νεκρή» και γυρνούσε στα δάση της Πεντέλης με λευκούς μανδύες σπαράζοντας για την κόρη της.
Ο τίτλος της Δούκισσας
Η αμερικανογαλλικής καταγωγής Σοφία γεννήθηκε το 1785 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ με γονείς τον διπλωμάτη αντιπρόσωπο του Λουδοβίκου ΙΕ΄ της Γαλλίας, Φραγκίσκο Μπαρμπέ – Μπαρμπουά και την κόρη του διοικητού της Πενσυλβάνια, Φραγκλίνου Μούρ, Ελίζα. Στα 20 της χρόνια παντρεύτηκε τον Κάρολο Λεμπρέν, Δούκα της Πλακεντίας και προστατευόμενο του Ναπολέοντα, με τον οποίο έμεινε μαζί 10 χρόνια.
Οι δυο τους χώρισαν χωρίς όμως να πάρουν ποτέ διαζύγιο. Από το γάμο τους, γεννήθηκε το 1804 η Καρολίνα – Ελίζα Λεμπρέν, την οποία η Σοφία αγαπούσε παθολογικά.
Ο τίτλος της Δούκισσας της ανήκε δικαιωματικά, μιας και η προσωπικότητά της υπήρξε λαμπρή. Η σχέση της με την σύζυγο του Ναπολέοντα, Μαρία –Λουϊζα, – η οποία τη θαύμαζε πολύ- την οδήγησε να γίνει «κυρία επί των τιμών» της Μαρίας, ενώ και ο ίδιος ο Ναπολέοντας της έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία.
Η Σοφία υπήρξε πέρα από πολύ όμορφη (ήταν επιβλητική, με καστανά μαλλιά και έντονο βλέμμα), υπήρξε και μία πολύ δυναμική γυναίκα, η οποία δε δίστασε -όταν είδε πως ο γάμος της δεν είναι αυτό που ήθελε από τη ζωή της- να εγκαταλείψει τον σύζυγό της και να ταξιδέψει με την μονάκριβη κόρη της στην Ελλάδα αναζητώντας νέες συγκινήσεις.
Ο Καποδίστριας φέρνει τη Σοφία στην Ελλάδα κι εκείνη… τον «σκοτώνει»
Η γνωριμία της με τον Καποδίστρια στο Παρίσι υπήρξε καταλυτική. Τον Δεκέμβριο του 1829, μάνα και κόρη φτάνουν και εγκαθίστανται στο Ναύπλιο με το πλοίο «Άρης» και κυβερνήτη τον Μιαούλη, στον οποίο είχε αναθέσει την εν λόγω αποστολή ο ίδιος ο Καποδίστριας.
Η Δούκισσα δήλωνε «μαγεμένη» από τον Έλληνα πολιτικό, καθώς λάτρευε τους μορφωμένους ανθρώπους. Αυτός ήταν και ο λόγος που τόσο αυτή όσο και η κόρη της έστελναν συχνά χρήματα στον Καποδίστρια για την Ελλάδα όσο ακόμα βρίσκονταν στη Γαλλία.
Αργότερα, θα εξελισσόταν στην μεγαλύτερη εχθρό του, καθώς έπαψε να συμφωνεί με τον τρόπο που κυβερνούσε τη χώρα και πίστευε πως η δράση του έκανε μεγάλο κακό στην Ελλάδα. Για εκείνη ήταν πλέον ένας «προδότης».
Πολλοί έσπευσαν να την κατηγορήσουν πως εκείνη βρισκόταν πίσω από τη δολοφονία του το 1831 κυρίως λόγω της φανερής υποστήριξης της στην οικογένεια Μαυρομιχάλη που εξόντωσε με σφαίρες και μαχαιριές τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας.
Οι δύο γυναίκες γυρίζουν όλη την Ελλάδα και εξελίσσονται σε μεγάλες ευεργέτιδες της χώρας. Ταξιδεύουν συχνά στην Πελοπόννησο και ακόμα πιο τακτικά στην Αίγινα, επέλεξαν όμως να εγκατασταθούν στην Αθήνα. Όλα αυτά σε μια εποχή που η Ελλάδα μάζευε κυριολεκτικά τα κομμάτια της και προσπαθούσε να ανασυσταθεί ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο.
Η δράση των δύο γυναικών τις έκανε να «λάμψουν» στα μάτια των Ελλήνων. Αγόρασαν μεγάλα κομμάτια γης και δε δίστασαν να δαπανήσουν υπέρογκα ποσά για να βοηθήσουν τον ελληνικό λαό. Η Δούκισσα ευεργέτησε το Δημόσιο, ενώ η παθιασμένη με την αρχαία Ελλάδα Ελίζα πούλησε όλα τα κοσμήματά της για να δωρίσει τα χρήματα στους φτωχούς. Οι μαρτυρίες θέλουν το συνολικό ποσό που δόθηκε από τις δυο τους να φτάνει τα 45.000 φράγκα.
Το τέλος της Ελίζας και ο σπαρακτικός θρήνος της Δούκισσας
Το 1836 Σοφία και Ελίζα ταξιδεύουν στην Ανατολή με το ταξίδι αυτό να αποτελεί την αρχή του τέλους της ευτυχίας της Δούκισσας της Πλακεντίας. Ένα χρόνο αργότερα, η Ελίζα πεθαίνει στη Βηρυτό χτυπημένη από την πανώλη.
Λέγεται πως σημαντικό ρόλο στο θάνατό της έπαιξε η μελαγχολία της για τον θάνατο του υπασπιστή του Οθωνα, Ηλία Κατσάκου –Μαυρομιχάλη, με τον οποίο ήταν πολύ ερωτευμένη. Η Δούκισσα αρνείται να δεχτεί το χαμό της και αποφασίζει να ταριχεύσει το κορμί της ώστε να μην αναγκαστεί να την αποχωριστεί.
Πράγματι, επιστρέφει στην Αθήνα με την ταριχευμένη Ελίζα να φυλάσσεται στο υπόγειο του σπιτιού της οδού Μυλλέρου στον Κεραμικό και τους Έλληνες να παρακολουθούν την πάλαι ποτέ κομψή και επιβλητική Σοφία να καταρρέει.
Το πτώμα στο υπόγειο και ο θηριώδης σκύλος που το φυλούσε
Οι κραυγές της ακούγονταν συχνά από το σπίτι, ενώ τις περισσότερες ώρες της ημέρας της τις ξόδευε στο χαμηλής θερμοκρασίας υπόγειο του σπιτιού όπου είχε τοποθετήσει το ξύλινο φέρετρο και τη σορό της Ελίζας την οποία περιέλουζε συχνά με οινόπνευμα. Δίπλα της έκαιγε νυχθημερόν μια μεγάλη λαμπάδα.
Το ανατριχιαστικότερο όλων είναι το γεγονός πως η ίδια συμπεριφερόταν σαν η κόρη της να ήταν ακόμα ζωντανή, ενώ δεν επέτρεπε σε κανέναν άλλο να πλησιάσει το δωμάτιο. Τοποθέτησε μάλιστα έναν τεράστιο και πολύ άγριο λευκό σκύλο, τη Λεύκα, έξω από την πόρτα ώστε να εξασφαλίσει πως κανείς δε θα διαταράξει την «ηρεμία» της Ελίζας. Οι γείτονες δήλωναν τότε πως την άκουγαν συχνά να φωνάζει στην κόρη της να «ξυπνήσει» και να «σηκωθεί»…
Από ιδιότροπη Δούκισσα, «φάντασμα της Πεντέλης»
Όσοι τη γνώριζαν είχαν τρομοκρατηθεί με τη νέα της εικόνα. Η Δούκισσα ανέκαθεν υπήρξε ιδιότροπος άνθρωπος, χωρίς όμως να χάνει ίχνος από τη γοητεία της. Πάντα επηρεασμένη από το κίνημα του Ρομαντισμού, λάτρευε την ποίηση και απεχθανόταν τις πολιτικές συζητήσεις. Ήταν ευφυής, λεπτεπίλεπτη, πάντα ευγενική μα συνάμα απόμακρη.
Για εκείνη, το φαγητό δεν ήταν απόλαυση, αλλά τρόπος να συντηρείται, γι’ αυτό και τα γεύματά της είναι λιτά σε βαθμό ατροφίας. Ήταν ιδιαιτέρως αδύνατη –καθώς έτρωγε ίσα για να μην πεθάνει- μα πάντα προσεγμένη, λαμπερή και καλοδιατηρημένη. Απόμακρη και προληπτική, απαγόρευε την είσοδο στο σπίτι της σε όποιον δεν φορούσε… γάντια. Απέφευγε τις επαφές με αρρώστους και φτωχούς, διότι τη στεναχωρούσαν. Επίσης, αρνούνταν να ολοκληρώσει τα σπίτια που έχτιζε διότι φοβόταν πως αν το έκανε θα πέθαινε.
Μετά το θάνατο της Ελίζας, η κατάστασή της χειροτέρεψε πολύ. Απαρνήθηκε τον Χριστιανισμό και ασπάστηκε τον Ιουδαϊσμό, ενώ κλείστηκε ακόμα περισσότερο στον εαυτό της. Στα 50 της χρόνια, γέρασε τόσο ξαφνικά που με δυσκολία την αναγνώριζε κανείς.
Τα μαλλιά της άσπρισαν, το πρόσωπό της γέμισε ρυτίδες και πέταξε τα αριστοκρατικά της ρούχα, τριγυρνώντας στα δάση της Πεντέλης –όπου είχε χτίσει μία θερινή κατοικία- φορώντας λευκούς μανδύες και πέπλα, κλαίγοντας για την κόρη της. Ρίχνει την προσοχή της στα ζώα και υιοθετεί πολλούς άγριους σκύλους, ενώ παράλληλα ξεκινά να χτίζει σπίτια σε διάφορες περιοχές της Αθήνας.
Για να ξεχαστεί, ανέλαβε τη μόρφωση των θυγατέρων των αγωνιστών του ’21, προσλαμβάνοντας δασκάλες, καθώς θεωρούσε την πνευματική καλλιέργεια τη μεγαλύτερη αρετή του ανθρώπου.
Μεταξύ αυτών και η κόρη του πολεμιστή Χρήστου Καψάλη. Λέγεται πως και η ίδια παρέδιδε μαθήματα, κοιτάζοντας επίμονα για πολλή ώρα τα κορίτσια στην προσπάθειά της να εντοπίσει σε αυτά κάποια από τα στοιχεία της δικής της κόρης. Ξαφνικά, έφευγε και κλεινόταν στο υπόγειο για να επιστρέψει μετά από ώρες κλαμένη, σε πλήρη σύγχυση μα με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη της.
Τα όργια με ληστές στη βίλα της Πεντέλης
Την ίδια περίοδο ο καλός της φίλος και αρχιτέκτονας Σταμάτης Κλεάνθης, ξεκινά να της χτίζει τη βίλα στα Ιλίσια, στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας. Ο ίδιος είχε αναλάβει το 1840 και την εκπληκτική της βίλα στην Πεντέλη, γνωστή ως «Καστέλλο της Ροδοδάφνης», «Πύργος της Δούκισσας», ή «Maisonette», η οποία αποτέλεσε σήμα κατατεθέν της περιοχής παρά τα όσα ακούγονταν πως συνέβαιναν μέσα σ’ αυτή.
Για την ανέγερσή της αγόρασε 1.738 στρέμματα από το Δημόσιο έναντι 7.155 δραχμών. Η Σοφία ξεκινά να περνά πολλές ώρες στην κατοικία της Πεντέλης προτού καν ολοκληρωθεί.
Οι φήμες για το τι πραγματικά συνέβαινε στη βίλα οργίαζαν και έφτασαν στο ζενίθ τους όταν το 1846 ο λήσταρχος δραπέτης Σπύρος Μπίμπισης και η συμμορία του της έστησαν ενέδρα κατά τη διάρκεια κάποιας από τις εκδρομές της στην Πεντέλη και απαίτησε για να την ελευθερώσει 5.000 χρυσά τάλιρα.
Ήταν, όμως, τόσο αγαπητή στους κατοίκους της περιοχής, πού μόλις έγινε γνωστή η απαγωγή της, πλήθος κόσμου έσπευσε να την ελευθερώσει, με τον Μπίμπιση να αποχωρεί ιπποτικά, χωρίς να πειράξει κανέναν και… χωρίς δεκάρα!
Σύμφωνα με τις φήμες της εποχής, η γνωριμία των δυο τους εξελίχθηκε σε ερωτική σχέση, με την ίδια να τον δέχεται συχνά στη βίλα της Πεντέλης μαζί με άλλους αρχιλήσταρχους της εποχής. Φήμες που, όμως, ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν και έκαναν την προσωπικότητά της ακόμα πιο αμφιλεγόμενη για τη συντηρητική Αθήνα.
Η Δούκισσα είχε μετά θάνατον «χρεωθεί» ως εραστή της και τον λήσταρχο Νταβέλη, κάτι που όμως μοιάζει να αποδίδεται σε λαϊκούς θρύλους, αφού αν το ψάξει κανείς χρονολογικά, όταν ο Νταβέλης ήταν 25 ετών, εκείνη πλησίαζε τα 70 της χρόνια. Πέρα από τα όργια στην Πεντέλη, η Σοφία λεγόταν πως έχοντας απομακρυνθεί από το Θεό, πραγματοποιούσε περίεργες τελετές και συμπόσια στη βίλα ούσα οργισμένη για το θάνατο της κόρης της.
Το τελειωτικό χτύπημα: Το πτώμα της Ελίζας απανθρακώνεται
Το τελειωτικό χτύπημα έρχεται το απόγευμα της 19ης Δεκεμβρίου του 1847, δέκα χρόνια μετά το θάνατο της Ελίζας. Το σπίτι της οδού Μυλλέρου, η πρώτη της κατοικία, πιάνει φωτιά και καταστρέφεται ολοσχερώς. Το φρικιαστικότερο όλων ήταν το γεγονός πως η φωτιά ξεκίνησε από το υπόγειο -το «δωμάτιο» της Ελίζας- το πτώμα της οποίας απανθρακώνεται. H Δούκισσα βρισκόταν στην Πεντέλη και γύρισε απλά για να βρει το σώμα της κόρης της στην αθλιότερη κατάσταση που θα μπορούσε να έχει περιέλθει.
Παρότι τα αίτια της πυρκαγιάς δεν έγιναν γνωστά, το πιθανότερο σενάριο είναι η φωτιά να ξεκίνησε από τη μεγάλη λαμπάδα που έκαιγε συνεχώς δίπλα στο φέρετρο της Ελίζας. Δεν έλειψαν και εκείνοι που πίστευαν πως επρόκειτο για εμπρησμό λόγω των φιλοεβραϊκών φρονημάτων της εκκεντρικής Δούκισσας, ενώ ως υπαίτιοι παρουσιάστηκαν και οι υπηρέτες της Δούκισσας για πιθανή απροσεξία. Ίσως η πιο απάνθρωπη εξήγηση ήταν εκείνη που απέδωσε την πυρκαγιά σε «κατάρα Θεού» επειδή το σώμα της Ελίζας παρέμεινε άταφο.
Η Δούκισσα από τη μεριά της υποστήριζε πως θα θάψει την κόρη της, όταν καταφέρει να χτίσει γι’ αυτή ένα τάφο στην Πεντέλη τόσο μεγαλοπρεπή όσο ήταν και η ψυχή της. Πόσα χρόνια, όμως, απαιτεί ένας τάφος για να χτιστεί;
Το αποτέλεσμα δεν άλλαζε, με την αρχόντισσα να μένει άστεγη και πλήρως εξαθλιωμένη. Από το πλευρό της δεν έφυγαν στιγμή η Παναγιωτίτσα Πετρόμπεη – Μαυρομιχάλη και η καλή της φίλη Ελένη Καψάλη Σκουζέ τις οποίες η ίδια είχε ευεργετήσει στο παρελθόν. Τον πρώτο καιρό φιλοξενείται από τον ακόλουθο της γαλλικής πρεσβείας στο σπίτι της Ιπποκράτους 5, ενώ λίγο αργότερα εγκαθίσταται στην τελευταία της κατοικία (προτού καν ολοκληρωθεί κι αυτή): Τη βίλα των Ιλισίων.
Η βίλα των Ιλισίων, το τέλος της Δούκισσας και η βεβήλωση του τάφου της
Το νέο απόκτημά της –ακόμα ένα έργο του Κλεάνθη- που βρισκόταν στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας, στον αριθμό 22, ήταν ίσως το πιο «σκοτεινό» από όλα τα σπίτια που έχτισε στην Αθήνα. Η υγεία της είχε επιδεινωθεί τρομερά, ενώ ο πιο συχνός της επισκέπτης ήταν πλέον ο γιατρός της. Αδυνατούσε να περπατήσει, ακόμα και να διαβάσει και μοιάζει να περίμενε το τέλος της, όπως άλλωστε ο έκαναν ο γιατρός της και οι υπηρέτες του σπιτιού.
Όλοι ήξεραν πως το τέλος ήταν κοντά και ξενυχτούσαν στο πλευρό της επί 8 ολόκληρες μέρες. Είχε δώσει ρητή εντολή να ταφεί στην Πεντέλη μαζί με την τέφρα της Ελίζας και τα δύο της σκυλιά, Μπούρυ και ο Ουάζεκ, τα οποία διέταξε να πυροβολήσουν μετά το θάνατό της.
Το αν τελικά οι δύο άγριοι σκύλοι θανατώθηκαν, δεν το γνωρίζει κανένας. Στις 2 Μαΐου του 1854, στα 69 της χρόνια, πεθαίνει μέσα στο σπίτι της και όπως το είχε ζητήσει, τη θάβουν στην Πεντέλη μαζί με την Ελίζα. Η κηδεία της ήταν μεγαλοπρεπέστατη και αποτέλεσε το σημαντικότερο γεγονός της εποχής, ενώ δε θα μπορούσαν παρά να τις αποτίσουν φόρο τιμής. ζ
Ο τάφος της –έργο του Σταμάτη Κλεάνθη ή του Βαυαρού Φρίντριχ Φον Γκέρτνερ- βρίσκεται στην Παλαιά Πεντέλη και έχει σχήμα ναόσχημης σαρκοφάγου με τέσσερεις κίονες δωρικού ρυθμού στις άκρες του.
Τα γωνιαία μετωπιαία να έχουν καταστραφεί. Το μέρος που φυλάσσονται τα οστά της και οι στάχτες της κόρης της, είχε συληθεί το 1946 από τυμβωρύχους, οι οποίοι όμως έμειναν στο να βεβηλώσουν και να διασκορπίσουν τα οστά της Δούκισσας, χωρίς να βρουν τα τιμαλφή που αναζητούσαν.
Τι απέγιναν τα σπίτια της Δούκισσας;
Η περιουσία που η Σοφία άφησε στο ελληνικό Δημόσιο μετά το θάνατό της ήταν ανυπολόγιστης αξίας. Πέρα από τη συναγωγή της Χαλκίδας, που χτίστηκε με δικά της έξοδα, το σπίτι στη Βασιλίσσης Σοφίας –γνωστό και ως Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας- ανακαινίστηκε και στέγασε το σημερινό Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών. Στη θέση του σπιτιού στον Κεραμεικό, στο οποίο επί 10 χρόνια βρισκόταν ταριχευμένο το σώμα της Ελίζας, χτίστηκε το 1899 το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα στο οποίου τη θέση βρίσκεται πλέον ο Ναός του Αγίου Γεωργίου.
Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου
Αναμφίβολα, όμως, το μεγαλύτερο δώρο της Δούκισσας της Πλακεντίας σε αυτόν τον τόπο ήταν η ανάπλαση της Πεντέλης που με τόσο κόπο και έξοδα κατάφερε να πετύχει. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που μέχρι σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που υποστηρίζουν πως βλέπουν στα δάση μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά να περιπλανιέται κλαίγοντας…
Εκτός από το χτίσιμο της Maisonette, άνοιξε δρόμους για την αγαπημένη της λίμνη «Θαλάσσι» ανάμεσα στο Χαλάνδρι, την Πεντέλη και τα Μελίσσια (το σημερινό γήπεδο της Νέας Πεντέλης) και γέφυρες σε ολόκληρη την Αθήνα με σημαντικότερη όλων αυτή που σήμερα ονομάζουμε «Πέντε Καμάρες» και δικαίως θεωρείται αρχιτεκτονικό θαύμα. Πρόκειται για μία ολόλευκη γέφυρα φτιαγμένη εξολοκλήρου από μάρμαρο που περνούσε πάνω από το ποτάμι και χανόταν μέσα στα καταπράσινα δέντρα. Ο λόγος που δημιουργήθηκε ήταν για να μεταφέρει το πεντελικό μάρμαρο στη βίλα των Ιλισίων που κείνη την περίοδο ακόμη χτιζόταν.
Όσο για τη βίλα στην Πεντέλη; Πέρασε στην κατοχή του ελληνικού Δημοσίου και αφού εγκαταλείφθηκε για έναν ολόκληρο αιώνα, παραχωρήθηκε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο ως εξοχική κατοικία. Σήμερα ανήκει στο Δήμο Πεντέλης και φιλοξενεί το Δημοτικό Πολιτιστικό Κέντρο.
Ο αρχιτεκτονικός θησαυρός της όμορφης μα άτυχης Δούκισσας της Πλακεντίας εξακολουθεί να στολίζει την Αθήνα, έχει χάσει όμως την ομορφιά και τα μεγαλοπρέπεια του παρελθόντος. Το όνομά της ακούγεται καθημερινά χάρη στη λεωφόρο και το σταθμό του μετρό που πήραν το όνομά της.
Ένα όνομα που ακούμε καθημερινά, του οποίου την ιστορία, όμως, ελάχιστοι γνωρίζουν.